ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Από το βιβλίο της Αλίκης Χ. Τσιάτα: ''Παραδόσεις, ήθη, Έθιμα, μύθοι, παραμύθια, ιστορίες και τραγούδια της περιοχής των Γρεβενών'', Γρεβενά 1998                            

                    

                          "Οι Τρεις Σπανοί" 
       
            Έναν καιρό και μια φορά(να το πούμε και μια φορά αντίστροφα) ήταν μια μπάμπου με έναν   πάππου. Τούς καψερούς τους έδερνε η φτώχεια και για να τα βολέψουνε αποφασίσανε να πάει ο πάππος στο παζάρι να πουλήσει το βόδι τους. Στο παζάρι τον μπανίζουν τρεις πονηροί Σπανοί, τον κόβουνε για αγαθιάρη και πάμε να του φάνε… για λάχανο το βόδι.  Τον πλησιάζει ο πρώτος και του λέει: «Μπάρμπα, αν το βόδι σου έχει ένα αυτί λιγότερο, εγώ θα σου το πλήρωνα ακριβότερο. Μπόσικος ο πάππος το χάφτει και κόβει το ένα αυτί του βοδιού, αλλά… κόβει λάσπη και ο Σπανός και γίνεται άφαντος. Παρουσιάζεται ο δεύτερος ξανά-μανά το ίδιο παραμύθι: «Αν δεν είχε καθόλου αυτιά το βόδι σου θα το αγόραζα πληρώνοντας τα διπλά λιφτά απ΄αυτά που χαλέβ΄ς». Τόσο μυαλό κι ο γέρος κόβει και το άλλο αυτί αλλά ως να σηκώσει τα μάτια του… λαγός και ο δεύτερος Σπανός. Σιγανοέρχεται κι ο τρίτος και μια από τα ίδια: «Θα αγοράσω γέροντα το βόδι σου πολύ ακριβά αν δεν έχει ουρά!».Χαμένος για χαμένος ο γέρος κόβει και την ουρά. Από το κόψε - κόψε έπαθε αιμορραγία το βόδι και τα τίναξε. Αργά όταν ήρθε το μυαλό τον πάππο κι ήταν όλο συλλουή πώς να βρεί τρόπο να τους τιμωρήσει. Όταν κατέστρωσε το σχέδιο του, το ανακοίνωσε στη γριά του και της δίνει εντολή να μαγειρέψει κότα «μασκνού», να κάνει  και μια καλή πίτα με λίγδα, να σκορπούν τα φύλλα για να καλέσει τους τρείς Σπανούς σε τραπέζι. Ξετυλίγει και το υπόλοιπο: « Εσύ λέει της μπάμπους θα βάλεις μια σπλίνα στον κόρφο σου,εγώ θα σε μαχαιρώσω εκεί ακριβώς, θα τρέχουν τα γαίματα και εσύ θα κάμεις την πεθαμένη και όταν αρχίσου να παίζω φλογέρα θα αναστηθείς
Τους ξανασυναντά στο παζάρι, το παίζει ανήξερος και ντους καλεί για τραπέζι. Χαρά γεμάτοι οι Σπανοί κάνανε και την πλάκα τους και θα τρώγανε και τζάμπα.Τρώγανε και γλύφανε και τα δάχτυλα τους απ΄την νοστιμιά και ο πάππος όλο προσταγές στην μπάμπο: «Φέρε κι άλλο κρασί!» «Δεν έχουμε άλλο πάππου, μπίτσι!». «Τι ήταν να το πεί!»Οργισμένος ο γέρος την τραβά μια μαχαιριά κατάστηθα και τέζα η γιαγιά. Ώσπου να συνέλθουν οι Σπανοί απ' την τρομάρα, βγάζει ο πάππος την φλογέρα κι αρχίζει να παίζει. Πετιέται η γιαγιά σαν ζαρκάδι και στήνει χορό στον ήχο της φλογέρας και μένουν οι Σπανοί με ανοιχτό το στόμα απ' το θαυμασμό. Παρακαλούν το γέρο να τους πουλήσει την θαυματουργή φλογέρα. Ο παππούς έκανε τον δύσκολο, ώσπου το ποσό ήταν τόσο που μπορούσε να αγοράσει δέκα βόδια και συμφωνεί. Οι Σπανοί αποφασίζουν να την έχουν την φλογέρα με την αράδα. Την παίρνει ο πρώτος, σφάζει την γυναίκα του και παίζει την φλογέρα να την ξαναφέρει στην ζωή. Έπαιζε όλη νύχτα, πιάστηκε ο λαιμός του, μα η γυναίκα του πού να αναστηθεί. Όταν  κατάλαβε πως τους την έφερε ο γέρος, αποφασίζει να μην πεί τίποτα στους άλλους για να πάθουν κι αυτοί τα ίδια και δίνει την φλογέρα στον δεύτερο. Παθαίνει κι αυτός τα ίδια και χωρίς να βγάλει μιλιά την δίνει στον τρίτο. Πάει χαράμι και του τρίτου η γυναίκα και τρομαγμένος το αναφέρει στους δύο άλλους. Παραδέχονται όλοι τους ότι την πατήσανε και αποφασίζουν να εκδικηθούν το γέροντα. Πάνε στο σπίτι του, τον πιάνουν, τον βάζουν σε ένα τσουβάλι και ξεκινούν να πάνε να τον ρίξουν στο ποτάμι!...
Στην μέση απ' την στράτα κουραστήκανε και σταματήσανε στον ίσκιο ενός πλάτανου να ξαποστάσουνε. Θέλεις η δροσιά, θέλεις η κούραση, τους πήρε ο ύπνος. Κείνη την ώρα περνούσε ένας τζομπάνος, άκουσε τα κουδούνια ο γέροντας και αρχίσει να φωνάζει. Τρέχει ο βοσκός, ανοίγει το τσουβάλι και βγαίνει ο παππούς. Τον ρωτάει γιατί τον είχαν στο τσουβάλι και του απαντά: «Βλέπεις εκείνους τους τρείς κοιμισμένους θέλουν ντε και καλά να με παντρέψουν με μια αρχοντοπούλα, αλλά εγώ γέρος άνθρωπος τι να κάνω; «Ο τσομπάνος όλο χαρά για την τύχη του, του ζητάει να μπει στο τσουβάλι και για αντάλλαγμα του δίνει το κοπάδι και την φλογέρα του. Ξυπνούν οι Σπανοί  φορτώνονται το τσουβάλι και το ρίχνουν στο πιο βαθύ μέρος του ποταμού. Στο γυρισμό εκεί κι αν τους βγήκαν τα μάτια από την έκπληξη! Βλέπουν τον γέρο να παίζει φλογέρα και να οδηγεί ολόκληρο κοπάδι. Τον ρωτάνε τι έγινε και τους λέει ότι εκεί που τον ρίξανε είχε όλο γιδοπρόβατα και τα έβγαλε εύκολα όπως βγάζουνε τα ψάρια!!!

Τρέχουν οι Σπανοί να μην χάσουν την ευκαιρία και ένας-ένας πέφτουνε στα βαθιά νερά του ποταμού. Ησύχασε μια για πάντα απ αυτούς ο πάππος και από εκεί που ήταν ο πιο φτωχός του χωριού, έγινε άρχοντας με όβολα και κοπάδι και περνούσαν με τη γριά του, ζωή χαρισάμενη!...


"Η πεντάμορφη και το βασιλόπουλο"

 Μια φορά κι’ έναν καιρό, του χωριού μας ο βασιλιάς και η γυναίκα του, ζούσαν ευτυχισμένοι με το μικρό τους αγοράκι και περνούσαν ειρηνικά τις μέρες τους, ο βασιλιάς με το κυνήγι και η βασίλισσα με το κέντημα. Μια μέρα όπως κεντούσε ένα ολόλευκο τραπεζομάντηλο, τρυπήθηκε με τη βελόνα και ένας άλικος λεκές από αίμα, έβαψε το τραπεζομάντηλό της.
 Βλέποντάς το η βασίλισσα κάνει μια ευχή, να γεννήσει ένα κοριτσάκι, που να είναι έτσι ασπροκόκκινο!
 Την ευχή της άκουσαν οι μοίρες και σε εννιά μήνες φερνεί στον κόσμο ένα πανέμορφο, ροδομάγουλο κοριτσάκι! Μετά από λίγα χρόνια, άλλα δύο κορίτσια γεννιούνται, εξίσου όμορφα και αυτά, γεμίζοντας περηφάνεια τους ευτυχισμένους γονιούς. Μεγαλώσανε, γίνανε κοπέλες της παντρειάς και η ομορφάδα τους, ξεπέρασε τα όρια της περιοχής μας. Μια μέρα η πρωτότοκη χάζευε το χωριό απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Σηκώθηκε ένας αγέρας κουρνιαχτός, που δεν είχε ματαϊδεί το χωριό και χάνεται η βασιλοπούλα, σαν να την κατάπιε η γης!...
 Μεγάλη στεναχώρια στο παλάτι και απ’ τη λύπη τους οι γονείς της, βάφουνε μαύρα, όλα τα παράθυρα και τις πόρτες του παλατιού!...
 Για μεγαλύτερη δυστυχία τους, το ίδιο συμβαίνει και με τη δεύτερη κόρη τους. Καρφώνουνε τα παράθυρα και βάζουνε φύλακες, μέρα και νύχτα!
 Παρ’ όλα αυτά το κακό τρίτωσε και χάνουνε ίδια κι απαράλλαχτα και την τελευταία τους κόρη…
 Αβάσταχτος πια ο πόνος τους, τους κάνει να βάψουν κατάμαυρο όλο το παλάτι και να κλειστούν μέσα, μη θέλοντας πια να δούνε άνθρωπο! Μιας όμως και το χωριό έπρεπε να κυβερνηθεί, ο βασιλιάς δίνει το θρόνο στο γιο του, ένα πανώραιο παλικάρι που δεύτερό του δεν είχε το χωριό!...
 Του παραδίνει τα κλειδιά του παλατιού αλλά κρατάει ένα δωμάτιο κλειδωμένο! Είναι να μην το φάει η περιέργεια το βασιλόπουλο; Μια και δύο ανοίγει το δωμάτιο και στη μέση βλέπει ένα σκαλιστό εβένινο σεντούκι. Τ’ ανοίγει όλο προσμονή και βρίσκει την φωτογραφία μιας πεντάμορφης κόρης! Του πήρε την καρδιά με το πρώτο κοίταγμα κι αποφασίζει να την βρει, γυρίζοντας στην ανάγκη κι ολόκληρο τον κόσμο!...
 Τίποτα πια δεν τον κρατούσε στο χωριό κι’ ο πατέρας του αναγκάζεται να τον αφήσει να φύγει, λέγοντάς του με αυτή την ευκαιρία ακόμα να προσπαθήσει να βρει και τις χαμένες αδερφές του. Απ’ τη χαρά του το βασιλόπουλο του υπόσχεται να προσπαθήσει πρώτα απ’ όλα να βρει τις αδερφάδες του.
 Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει – ευτυχώς που είχε εφοδιαστεί με σιδερένια παπούτσια- και φτάνει κάποτε στο σπίτι της μάνας του φεγγαριού και τη ρωτάει αν είχε ιδεί τις αδερφάδες του. Η γυναίκα δεν ξέρει τίποτα και του λέει να κοιμηθεί στο σπίτι της και τα ξημερώματα που θα έρθει ο γιός της το φεγγάρι, ίσως μια και γυρίζει όλη νύχτα, κάπου να τις πήρε το μάτι του. Έρχεται το πρωί το φεγγάρι, αλλά δυστυχώς δεν γνωρίζει τίποτα, ρίχνει όμως την ιδέα να πάει ο νιός μας στη μάνα του Ήλιου, μπας και αυτή, ίσως κάτι γνωρίζει.
 Μια και δύο πάει ο δικός μας στη μάνα του ήλιου που τον υποδέχεται φιλόξενα, τον κερνάει και ένα δροσιστικό πιοτό, αλλά από πληροφορίες δεν έχει να του δώσει αφού δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά του συνιστά να περιμένει το γιό της να γυρίσει κι ίσως σταθεί τυχερός, αν γνωρίζει κάτι ο ήλιος που μπαινοβγαίνει παντού… Φτάνει κι ο ήλιος την ώρα που τα λέγανε, ζεστός και καταϊδρωμένος, η μάνα του με στοργή του σκουπίζει τον ιδρώτα και του μιλάει για το πρόβλημα του μουσαφίρη τους. Αλίμονο όμως για το βασιλόπουλο, ούτε ο ήλιος δεν είναι σε θέση να τον βοηθήσει. Του δίνει όμως μια μικρή ελπίδα, στέλνοντάς τον στη μάνα των αστεριών. Για καλή του τύχη, συναντά γρήγορα τη μάνα των αστεριών, κι’ αυτή του αναπτερώνει κάπως το ηθικό του λέγοντάς του, ότι απ’ τα τόσα πολλά παιδιά της, κάποιο ίσως μπορεί να τη βοηθήσει. Άρχισαν τ’ αστέρια ένα - ένα να ροβολούν, αλλά όλα δήλωναν άγνοια. Απελπισμένος ετοιμάζεται να πάρει δρόμο, όταν φτάνει ένα ξεστρατισμένο αστεράκι και ω! του θαύματος, όχι μόνο ξέρει που θα βρει τις αδερφάδες του, αλλά προθυμοποιείται να τον οδηγήσει σιμά τους!...
 Φτάνουν στη χώρα των Δράκων, όπου βρίσκονται οι βασιλοπούλες που οι Δράκοι είχαν κλέψει κάποτε. Μπαίνει κατασυγκινημένος στο σπίτι της πρώτης αδερφής του. Για πολύ ώρα, κλαίνε αγκαλιασμένοι κι’ ανταλλάσσουν κουβέντες. Κάποια στιγμή πετιέται τρομαγμένη η αδερφή του. Αμάν ξεχαστήκανε κι’ έρχεται ο άντρας της ο Δράκος και θα κάνει μια χαψιά το μονάκριβο αδερφό της! Πρέπει σκέπτεται να τον κρύψω γρήγορα κι’ επειδή αυτά τα χρόνια που ζούσε με τον Δράκο, είχε μάθει κι’ αυτή αρκετά μαγικά, του αστράφτει ένα μπάτσο και τον κάνει στη στιγμή πορτοκάλι…! Φτάνει ο συζυγόδρακος, οσμίζεται στον αγέρα και λέει: "Γυναίκα, ανθρωπιές μου μυρίζει!", κι’ η γυναίκα του του απαντά: "Δεν ξέρ’ ς τι σι γίνεται. Καντίποτας δεν μυρίζει, α’ φσι που ισύ είσι πάντα συναχωμένος! Πέμι καλύτερα αν τώραϊας ήταν ιδώ ου αδερφός μ’, θα τουν έτρωγες;" Την καθησυχάζει ο Δράκος ότι όχι μόνο δεν θα τον έτρωγε, αλλά θα τον αγκάλιαζε κι αδερφικά. Δεν χάνει καιρό η κυρά-Δράκαινα και μ’ έναν γερό πάταρο, ξανακάνει τον αδερφό της άνθρωπο!...
 Ειδοποιούν και τις άλλες δύο αδερφάδες με τους άντρες τους και κάνουν για το αντάμωμα ένα τρικούβερτο γλέντι, που ακόμα το θυμάται το δρακοσόι!...
 Καλά και άγια όλα αυτά λέει με το νου του το βασιλόπουλό  μας, όμως τι θα γίνει με την πεντάμορφη που του έκλεψε την καρδιά; Ξομολογιέται το ερωτικό του ντέρτι στους δρακογαμπρούς του. Οι γαμπροί του όχι μόνο ξέρανε που είναι η πεντάμορφη, αλλά του υποσχεθήκανε να τον βοηθήσουν να την πάρει απ’ το δράκο με τα τρία κεφάλια, που τη φύλαγε. Μ’ ένα μαγικό βοτάνι που ρίξανε στο στόμα του τρικέφαλου δράκου, τον αποκοιμίζουν βαθιά και παίρνουνε την πεντάμορφη. Όλοι μαζί γυρίζουνε ευτυχισμένοι στο παλάτι των γονιών τους και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς μάλλον… χειρότερα!




"Ο τεμπέλης"

    Κάθε χωριό έχει και τον τεμπέλη του, έτσι και στο δικό μας ζούσε ένας τεμπέλης που η μόνη φροντίδα του ήταν πού είχε δροσιά και ίσκιο για να την αράξει!...
    Μιας και δεν έκανε τίποτα για να περάσει η ώρα του σκότωνε μύγες! Μια μέρα έσπασε… ρεκόρ. Σκότωσε σαράντα και όλο θαυμασμό για το κατόρθωμά του, αναφωνεί: “ σαράντα με το χέρ’ και που με το μαχαίρ’...” . Ως συνήθως εκείνα τα χρόνια ερχότανε τακτικά οι κλέφτες στο χωριό. Ο τεμπέλης ποιος ξέρει πώς του ήρθε και ζητάει από τους κλέφτες να τον πάρουν μαζί τους. Στο λημέρι τους οι κλέφτες είχαν βαρεθεί να τον βλέπουν όλη μέρα με το τσιμπούκι στο στόμα και μάλιστα να ζητάει από αυτούς να του το ανάβουνε! Άρχισαν να γκρινιάζουν, σου λέει τι θα τον έχουμε να τον ταΐζουμε, να τον ποτίζουμε και αυτός να την βγάζει αραχτός...
    Αποφασίσανε να πηγαίνει για νερό.  “Καλά τους λέει να μου φέρεται κασμάδες και σωλήνες, να χαλάσω το πηγάδι και να φέρω με τους σωλήνες το νερό στο λημέρι”. Οι κλέφτες φοβηθήκανε μην τους χαλάσει το πηγάδι και τον άφησαν στην ησυχία του. Τους έτρωγε όμως από μέσα τους, να τον βλέπουν να κάθεται όλη μέρα. Θα πας του λένε στο δάσος να φέρεις ξύλα, κι όχι να σε έχουμε μόνο να πυρώνεσαι στην φωτιά. “Αα! Για να πάω, φέρτε μου λέει τσεκούρια και τριχιές, μιας που θα πάω κι θα πάω να κόψου ούλου το δάσος” . Σαν τ’ άκουσαν οι κλέφτες τρομοκρατηθήκανε, αυτός, σκεφτήκανε, θα μας χαλάσει όλο το δάσος και με τι θα ζεσταινόμαστε τα υπόλοιπα χρόνια!
    Τους έτρωγε όμως η έννοια να βρουν τρόπο να τον στείλουνε στον διάτανο! Το βρήκε ο καπετάνιος : “ Το βράδυ που θα κοιμάται θα τον κάνουμε κομμάτια, σιγά τον άνθρωπο! Σάμα είναι το πρώτο φονικό που θα κάνουμε…”. Έλα όμως που ο τεμπέλης είχε τύχη, και τους άκουσε. Παίρνει ένα κορμό δέντρου και τον βάζει κάτω από τα σκεπάσματά του. Πιάνουν οι κλέφτες τα τσεκούρια και κομματιάζουν το ξύλο πιστεύοντας πως είναι ο τεμπέλης. Το πρωί που ξύπνησαν οι κλέφτες τον βρίσκουνε στην φωτιά, να καπνίζει αρειμάνια το τσιμπούκι του. Πως καλοξημέρωσες, τον ρωτούν, δε γίνηκε τίποτα την νύχτα; Κι έμειναν κάγκελο σαν άκουσαν να τους λέει: “Σα να με τσιμπούσαν κάτι ψύλλοι το βράδυ, αλλά δεν βαριέσαι πάει πέρασε…”
     "Μμμ! Τώρα τι να κάνουμε, τήρα", του λένε, "θα σε δώσουμε ένα τσουβάλι λύρες αρκεί να ξεπατωθείς και να μας αδειάσεις την γωνιά".  “ Μόνο άμα με πάτε γκαλαγκούτσια στο χωριό ”, απαντά ο τεμπέλης. Τι να κάνουν, τον φορτώνονται στις πλάτες τους μαζί και το τσουβάλι με τις λίρες και τον πάνε στο χωριό του να κάνει τον τρανό και τον μεγάλο…
    Δικαιώθηκε η γιαγιά μου που έλεγε ότι: “ Τουν τεμπέλ’, δεν τουν χάνει ου Θεός! ”.




                                                           "Η αρχιτεμπέλα"

Λίγο - πολύ το καθισιό αρέσει σ’ όλους μας, αλλά η ηρωίδα του παραμυθιού μας δεν είχε ταίρι! Όλο το χωριό είχε να κάνει με την τεμπελιά της. Προπάντων όμως σκυλοβαριότανε το πλύσιμο. Ούτε μια φορά δεν την είδανε να κοπανίζει στο ποτάμι κι αυτή ρούχα, όπως όλες οι άλλες νοικοκυρές του χωριού. Όταν δεν σηκώνανε άλλη βρώμα τα ρούχα, τα πετούσε στην κοπριά!
  Ένα Σάββατο ο άντρας της κατέβηκε στην πόλη για ψώνια κι αυτή βγήκε στην αυλή να τον καρτεράει, φορώντας το τελευταίο της φόρεμα. Κατά το απογευματάκι, βλέπει τον άντρα της να κατηφορίζει απ’ τη ράχη, κρατώντας στην αγκαλιά του κάτι που άσπριζε. Πέταξε απ’ τη χαρά της μιας και το πέρασε για τόπι υφάσματος κι έτσι πετάει στη φωτιά και το τελευταίο της φουστάνι. Πώς να βγει όμως όξω γυμνή να προϋπαντήσει τον άντρα της; Τέτοια προβλήματα τα έλυνε αμέσως η δικιά μας… Βάζει μπροστά της το πλαστήρι και πίσω την καστέλα κι ορμά να πάρει το ύφασμα απ’ τα χέρια του άντρα της. Για κακή της τύχη όμως αυτό που άσπριζε δεν ήταν παρά μια μεγάλη χήνα! Σαν την είδε ο άντρας της σ’ αυτά τα χάλια, παρά τρίχα γλύτωσε το… εγκεφαλικό. Για τιμωρία την έβαλε να μπει μέσα στο βαρέλι και να τον ακολουθήσει έτσι την Κυριακή στην εκκλησία. Όλες οι γυναίκες την κορόιδευαν και την τσιμπούσαν με τα κεριά στο πρόσωπο. Πήρε τέτοια ντροπή που ύστερα απ’ αυτό το καζίκι, ακόμα και τις μεγάλες γιορτές, που όλοι γλεντούσαν, αυτή έφτιαχνε χουσμέτια και έλεγε:
-   Πασχαλιά, γιορτή, δεν έχει! Ο άντρας μ’ θέλει βρακί. Σφούρλιξε αδραχτάκι μου, κι ας χορεύουν οι… γομαρίτσες…!      


                                                       "Η γριά κι οι κλέφτες"

Σε κάποια απ’ τα χωριά μας, ζούσε μια γριά που κάνοντας οικονομίες μια ολόκληρη ζωή, κατάφερε στα γεράματά της να έχει μια σακούλα λίρες. Από στόμα σε στόμα φτάνει και στ’ αφτιά τριών κλεφτών αυτή η πληροφορία και μέρα - νύχτα κάνανε σχέδια να βρούνε τρόπο να κλέψουνε τις λίρες της καψερής γριούλας. Τα ονόματα των κλεφτών ήτανε Στριμπός, Τσαμπαρλής και Κούτσικος. Παρακολουθούσαν συνέχεια το σπίτι και τα κατατόπια της γριάς για να βρούνε τρόπο να μπούνε μέσα. Από παράθυρα και πόρτα είδανε ότι ήταν δύσκολο και βρήκανε ότι ο μόνος τρόπος ήταν ν’ ανεβούνε ένας - ένας τα κεραμίδια, ν’ ανοίξουνε τρύπα στο ταβάνι και να μπούνε μέσα να αρπάξουν τις λίρες. Η γριά, αφού κλειδομανταλώθηκε όπως κάθε βράδυ, για να περάσει λιγάκι η ώρα της πριν πέσει για ύπνο, πήρε τη ρόκα της να γνέσει. Στο τσουκάλι είχε βάλει καλαμπόκι που έβραζε πάνω στην πυρουστιά στη γερή φωτιά του τζακιού, για το δείπνο της.
Λίγο απ’ την κούραση και περισσότερο απ’ τη γλυκιά ζέστα του τζακιού, η γριά άρχισε να νυστάζει και χασμουρήθηκε. «Ήρθε ο πρώτος (ύπνος) μονολογεί…»
Ο πρώτος κλέφτης που είχε ήδη ανεβεί στα κεραμίδια κι άκουσε τα λόγια της γιαγιάς τα ‘χασε και κάνει νεύμα στο δεύτερο να πατάει ελαφρά για να μην το πάρει χαμπάρι. Κείνη τη στιγμή ξαναχασμουργιέται η μπάμπου και μιλά μόνη της: «Μπα! Ήρθε κιόλας κι ο δεύτερος!» Κόκκαλο κι ο δεύτερος κλέφτης κι ο τρίτος που πλησίαζε όσο πιο αθόρυβα γινόταν, ακούει κι αυτός τη γριά - που είχε ξετσαουλιαστεί απ’ το χασμουρητό - να λέει: «Μωρέ, πότε ήρθε κι ο τρίτος!...»
Τρομαγμένοι οι κλέφτες, μένουν αμήχανοι μη ξέροντας πώς να ενεργήσουν. Στήνουν καλά τ’ αφτιά τους μπας και πάρουν είδηση με ποιον κουβεντιάζει η γριά κι ακούνε και πάλι να μουρμουρίζει:
-   Ορέ, αν δεν γνέσω τον τσαμπαρλή (τλούπα μαλλιού) να τον κάνω κουβάρι κι αν δε φάω το στριμπό (καλαμπόκι), απόψε δεν κοιμούμαι ο διάολος να σκάσει!...
Αμάν! Λένε οι κλέφτες. Αυτή είναι φοβερή όχι μόνο μας κατάλαβε, αλλά ξέρει και τα ονόματά μας και κανονίζει να μας ξεπαστρέψει…
           Ούτε κατάλαβαν για πότε πήδηξαν απ’ τη στέγη, έφτασαν τα ποδάρια στο κεφάλι απ’ το τρέξιμο κι’ ακόμα τρέχουν…


«Το αλατένιο και το κατραμένιο σπίτι»

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πάππος που όλο μάλωνε και γκρίνιαζε με την μπάμπου του. Είδαν κι απόειδαν που δεν το τρώγανε μαζί και χωρίζουν τα τσανάκια τους. Φτιάχνουνε και δύο σπίτια για να μένουν ξέχωρα. Ο πάππος το έκανε με αλάτι και η μπάμπου με κατράμι! Κι είχανε τέτοια αμάχη μεταξύ τους, που η γιαγιά προσευχότανε να βρέξει ο ουρανός καλοπόδια για να λιώσει το σπίτι του παππού κι ο γέρος παρακαλούσε το Θεό να κάνει μια λιακάδα που να μη μείνει τίποτα απ’ το κατραμένιο σπίτι απ’ τη ζέστα…
 Φαίνεται ο Θεός ήτανε με τις γυναίκες και ρίχνει μια βροχή με το καρδάρι, που άφησε τον έρμο τον παππού, χωρίς σπίτι και σαν βρεγμένο γατί. Πάει στη γιαγιά  τουρτουρίζοντας και χτυπά τη θύρα:
-Γριά μ’, καλή μ’ γριούλα, άνοιξε την πόρτα να βάλω μπάριμ έστω κι του ένα πουδαράκι μ’, ξιπάγιασα ου έρμους! Χαμπάρι δεν έπαιρνε η γριά απ’ τα παρακάλια του.
-Δε σ’ ανοίγω άχρηστε, έχ’ς κακό χούι, ρίχνεις αβέρτα πορδές, τρομάζουν οι κατσίκες μ’ κι φεύγουν!...
Πολυμήχανος ο παππούς βρίσκει έναν τρόπο, που και το χούι του να μην κόψει και τις κατσίκες να μην τρομάζει και προτείνει να τον βάλει η γριά μέσα στο βαρέλι. Έλα όμως που μόλις του έφυγε μια δυνατή πορδή, όχι μόνο έφυγαν οι γίδες, αλλά διέλυσε και το βαρέλι! Η καημένη η γριά παίρνει δρόμο για τα βουνά και τα λαγκάδια ψάχνοντας να τις βρει! Νάσου! Μπροστά της μια αρκούδα, καταπίνει την τρομάρα της η γριά, βάζει μέλι στη φωνή της και τη ρωτά:
-Μωρ’ νύφη, καλή κι χρυσή μ’ νυφούλα, μπας κι είδες, κατιαπού πήγαν οι κατσίκες μ’;
-Αν τις έβλεπα θα τις έκανα μια χαψιά μι το ‘να του δουντάκι μ’, απαντά η αρκούδα τσαντισμένη που έχασε τέτοιο μεζέ.
«Μπα που να φας τη γλώσσα σ’,» μονολογεί η γιαγιά και συνεχίζει τον ποδαρόδρομο καταϊδρωμένη. Φτάνει σε μια ράχη και κοιτάζει ολόγυρα μήπως και πάρει το μάτι της, τις κατσίκες και βλέπει πλάι της έναν πελώριο ίσκιο. Γυρνά και τι να δει, ένα λύκο να την ατενίζει με λαίμαργο μάτι. «Ας τον καλοπιάσω κι αυτόν, ίσως μου δώσει καμιά πληροφορία για τις κατσίκες μου…», συλλογιέται η γιαγιά.
-Κυρ’ Νικόλα, κυρ’ Νικολάκι μ’, μήπως μωρ’ γιέ μ’, πήρε το μάτι σ’ που είν’ κι κοφτερό, τα έρμα τα κατσικούλια μ’;
- Δεν εχ’ς μυαλό μπάμπου μι φαίνεται, για να ρωτάς. Άμα τις έβλεπα θα τις έτρωγα όλες, καμιά δε θ’ άφηνα, για χαζό μι περνάς; λέει ο λύκος και καταριέται την ατυχία του, που του στέρησε τέτοιο λουκούλλειο γεύμα…
Ξανά δρόμο η γιαγιά μας κι απαντά στη στράτα την αλεπού. «Σώθηκαν τα βάσανά μου, αυτή η πονηρή  όλο και κάτι θα πήρε το μάτι της, ας την καλοπιάσω να μου πει…».
- Κυρά Μάρω, ομορφένια και κοντυλένια κυρά Μάρω μ’, είδες μώρ’ κορίτσι μ’ ιδώ λόυρα τις θκές μ’ τ’ς κατσίκες;
- Τις είδα, γιαγιά μ’, τις είδα και τις παραείδα, τι για γκαβή μ’ έχ’ς; Μα για να σι πω πού είναι θέλω να μι δώσεις το μεγαλύτερο τον τράγο!...
Της βαριοφάνηκε λίγο της γριάς να χάσει τον τράγο, μα τι να κάνει, συμφώνησε. Την πάει η αλεπού στις κατσίκες και την βοηθάει κιόλας να τις μαζέψουνε. Ευχαριστημένη τη δίνει με την καρδιά της τον τράγο, τον κουβαλάει η αλεπού – για να μην κουραστεί – και πάει για τα λημέρια της. Στο δρόμο συναντά ένα γελαδάρη.
- Αγελαδά, αγελαδά! Έχεις τόπο και φωτιά να με φιλοξενήσεις; Τον ρωτάει.
- Τόπο και φωτιά έχω, φαΐ όμως για να σε πω να κοπιάσεις, δεν έχω για να σε ταΐσω… απαντά ο γελαδάρης.
Κουβεντιάζοντας τα βρίσκουνε και η αλεπού προσφέρει για φαγητό τον τράγο. Τον βάζουνε στη φωτιά, γίνεται κάστανο απ’ το ψήσιμο και στρώνονται στο φαγοπότι. «Εγώ, του κάνει συμφωνία η αλεπού, θα πάρω τα κλιάντερα για το δρόμο και το λίπος μιας κι είμαι αδύνατη να βάλω ξούγκι πάνω μου». Χορτάτοι πέφτουνε να κοιμηθούνε. Μόλις άρχισε ο γελαδάρης να ροχαλίζει, σηκώνεται η αλεπού, παίρνει το ξούγκι, διαλέγει την καλύτερη γελάδα και της γεμίζει το στόμα με λίπος. Το πρωί  που ξυπνήσανε, φωνές και κακό η αλεπού, γιατί λέει της κλέψανε το λίπος... Στήνει καυγά με το γελαδάρη, φωνάζει ότι της το φάγανε οι αγελάδες του, αυτός… ξεσκίζει τα ρούχα του ότι οι αγελάδες δεν τρώνε λίπος, να τις κοιτάξουν προτείνει η αλεπού, το κάνουν και βλέπουνε και βλέπουνε την καλύτερή του αγελάδα να της τρέχουνε τα ξούγκια  απ’ το στόμα και μπροστά σε τέτοια… ατράνταχτη απόδειξη αναγκάζεται ο καημένος ο γελαδάρης να της τη χαρίσει σαν αποζημίωση…
Μιας και είχε συνηθίσει η αλεπού την καβάλα, ρίχνεται στην ράχη της αγελάδας και παίρνει δρόμο. Βλέπει έναν χωρικό με κάμποσες φοράδες και ξανά τα ίδια κόλπα της.
-Φοραδάρη, δεν ακούς μωρέ φοραδάρη που σε κρένω, έχεις τόπο και φωτιά να μείνω απόψε βράδυ για να ξαποστάσω ψίχα γιατί κατακουράστηκα η έρμη μ’…
-Τόπο και φωτιά έχω, Αλπίτσα μ’, από πιοτί κι από φαΐ   όμως δεν έχω καντίποτας. Η αλεπού του αποκρίνεται πως δεν υπάρχει λόγος να χολοσκάζει για αυτό, γιατί αυτή προσφέρει την γελάδα, την ψήσανε, την ξεκοκκαλίσανε, κοντέψανε να σκάσουν απ’ το πολύ φαγητό. Παιχνιδάκι πια για την αλεπού να ξεγελάσει τον φοραδάρη και του παίρνει την όμορφη φοράδα. Αυτή κι αν καβαλίκεψε όλο περηφάνια! Όλο το δρόμο καμάρωνε!
Πού να μείνει, πού να μείνει να! βλέπει ένα άδειο μαντρί. Την αράζει, ξεκαπιστρώνει και την φοράδα να ξεκουραστεί και σκέφτηκε να βγει ν’ ανιχνεύσει τα πέριξ. Για να σιγουρευτεί ότι δε θα φύγει η φοράδα, της λέει να κλειδώσει από μέσα και μόνο στην αλεπού θ’ ανοίξει και μάλιστα θα της πει πρώτα το σύνθημα: «φαΐ και πιοτί». Έξω απ’ το μαντρί ένας λύκος κρυφάκουγε και μόλις έφυγε η αλεπού, κάνοντας την φωνή της αλεπούς λέγει το σύνθημα και η φοράδα του ανοίγει την πόρτα. Με το άνοιγμα της πόρτας την κάνει ο λύκος μια χαψιά! Κρεμάει στην πόρτα τα πέταλά της, ρίχνει στις γρεντιές το τομάρι της και καταϊκανοποιημένος εξαφανίζεται. Γυρίζει η αλεπού και βλέπει από μακριά να γυαλίζουν στην πόρτα τα πέταλα. Καταχάρηκε γιατί νόμισε πως γέννησε η φοράδα… λίρες, μα σαν μπαίνει στο μαντρί και βλέπει το τομάρι να κρέμεται της ήρθε λιγοθυμιά…
 
Σκοπός της τώρα να τιμωρήσει τον λύκο, που της έκανε την ζημιά. Πάει σε ένα σταυροδρόμι, πέφτει κάτω και κάνει την ψόφια. Δεν περνάει πολλή ώρα και εμφανίζεται ένα συμπεθερικό με την νύφη καβάλα σε κόκκινο άτι, που πηγαίνανε στο διπλανό χωριό να κάνουνε τον γάμο. Την βλέπουν τα μπρατίμια, σκέπτονται τα χρήματα που θα πιάσουν από το τομάρι της, την αρπάζουν αμέσως και για να μην την κουβαλούν στα χέρια την πετάνε στα καπούλια του αλόγου της νύφης. Σκουντάει την νύφη η αλεπού και της λέει σιγαλά:
-Νύφ’, μην τηράς σιαπέρα κι κάν’ς πως δεν ακούς. Δώσε μ ‘αγλήγορα όλα τα χρυσαφικά σ’, γιατί αλλιώς θα κλάσω κι θ’ αντρουπιαστείς.
Τη νύφη την έλουσε κρύος ιδρώτας, θυμήθηκε και την παροιμία : «έκλασε η νύφη σχόλασε ο γάμος» και τι να κάνει, ξεστολίζεται και της δίνει όλα τα χρυσαφικά της. Τα αρπάζει η κυρά - Μάρω και κόβει… λάσπη!
Καιρός τώρα, να βρει τον λύκο και να του ανταποδώσει το χουνέρι. Όταν συναντηθήκανε, σάστισε και θαμπώθηκε ο λύκος από το χρυσαφικό που ήταν φορτωμένη η αλεπού. Γεμάτος απορία την ρωτάει :
-Μπρε καλή μ’, Μάρω, που τα βρήκες μωρέ τόσα χρυσάφια!...
-Να σι πω λύκο μ’, δεν είμαι καμία μονοφαγού ιγώ! Να καμ’ ς κι σύ ό,τι έκανα ιγώ κι να γιομόσεις χρυσκό. Πήγα π’ λες στου ποτάμ’, έβαλα την ουρά μ’ μέσα, άφσα του νιρό να παγώσ’ κι όταν τράβξα την ουρά μ’ ήταν γιομάτη χρυσαφικά!... τόσο το είχε και ο λύκος πάει και αυτός τρέχοντας να μαζέψει μαλάματα. Μόλις πάγωσε η ουρά του, την τραβάει με δύναμη, μα αντί να γίνει πλούσιος έμεινε χωρίς ουρά! Οργισμένος αποφασίζει να φάει την αλεπού για το καζίκι που του έκανε. Τον φέρνει πάλι… τούμπα η πονηρή Μάρω, λέγοντάς του ότι για πρώτη φορά σου είπα ψέματα και η αλήθεια είναι ότι τα βρήκα μέσα στα αγκάθια. Μην τυχόν και χάσει την ευκαιρία ο λύκος πάει… πετώντας στις αγκαθιές και κάνει απ’ τα τρυπήματά τους, πληγές όλο του το κορμί. Απ’ τους φοβερούς πόνους δεν μπορούσε να κυνηγήσει την αλεπού, που τη βρίσκουμε πάλι στο σταυροδρόμι να κάνει την πεθαμένη…
Εκείνη την ώρα κατά τύχη περνούσε ένας παπάς. Ας την πάρω λέει ο παπάς και την ρίχνει πισωκάπουλα στ’ άλογό του. Κοιτάζει η αλεπού το δισάκι του παπά και βρίσκει λειτουργιές. Αρχίζει η κυρά, μια μια να τις ρίχνει στον δρόμο. Με το ρίξιμο της τελευταίας, πηδάει και αυτήν κάτω και… ντουγρού για το λύκο να του κάνει την έξυπνη. Ο λύκος που: «το τομάρι αλλάζει αλλά μυαλό δεν βάζει», πέφτει στο… δόκανό της και πάλι και την ρωτάει:
-Πες και έμενα το φιλαράκο σου χρυσή μ’ Μαριώ που βρήκες τόσες λειτουργιές;
-Αϊ κάψου-λύκο μ’, πολύ απλό, πήγα στου χωριό και βοήθησα τουν παπά στου ψάλσμο κι μι τ’ς έδουσι ρεγάλου. Να πας κι συ συντρόφι μ’, κι δε θα χάσεις!
Καινούργια περπατησιά άνοιξε ο λύκος για να φτάσει γρήγορα στο χωριό. Τον βλέπουν τα σκυλιά και οι χωριανοί τον παίρνουν στο κατόπι και τον κάνουν τόπι από το ξύλο. Βροχή πέφτανε πάνω οι γκλίτσες των τσοπάνων, άργασε το πετσί του… όλο νεύρα, πάει με σκοπό να φάει αυτή τη φορά την αλεπού χωρίς δεύτερη κουβέντα. Τι πονηρή θα ήταν αν δεν τον κατάφερνε και πάλι. Τον ξεγελά, λέγοντάς τον πως τις λειτουργιές θα τις βγάλει από μυρμηγκοφωλιά αν βάλει μέσα της, την γλώσσα του. Ο λύκος σκέφτεται ότι καλό είναι να δοκιμάσει και αυτόν τον τρόπο. Του κάνουνε τα μυρμήγκια μια γλώσσα… τούμπανο! Που να μπορέσει να τη βάλει στο στόμα του. Μωρέ σκέφτεται αν δεν την φάω και τώρα για μεγάλο βλάκα θα μ’ έχει. Τον βλέπει η αλεπού έτοιμο να την καταβροχθίζει και του λέει:
-Να με φας λύκε μ’, τ’ αξίζω μ’ αυτά που σου έκανα αλλά η μάνα μ’ όταν με γέννησε, μ’ άφησε ευχή και κατάρα, σαν έρθει η τελευταία μου ώρα, να πάω στον τόπο της για να πεθάνω. Τι να κάνει ο λύκος τελευταία επιθυμία σου λέει ας την σεβαστώ. Μπρός η αλεπού, πίσω ο λύκος, φτάνουν στην άκρη ενός γκρεμού. Εκεί ήταν η φωλιά της αλεπούς και μ’ ένα σάλτο βρίσκεται μέσα. Ο λύκος αρπάζει μια διχάλα και προσπαθεί να πιάσει το πόδι της αλεπούς. Όταν έπιανε το πόδι της, για να τον ξεγελάσει φώναζε κοροδευτικά: «τράβα γόμαρε λύκε την ρίζα!...», άφηνε ο λύκος το πόδι της και έπιανε ρίζα, ούρλιαζε η αλεπού: «ωχ, ωχ! Πάει το καημένο το ποδαράκι μ’.». Ο λύκος που την πίστεψε τραβάει με δύναμη τη διχάλα και μαζί με την ρίζα που κόπηκε, κατρακύλισε και ο λύκος στον γκρεμό. Βγαίνει όλο καμάρι για το κατόρθωμά της η αλεπού και αρχίζει τις θριαμβολογίες:
-Από πού να σ’ αρχίσω, από πίσω μυρίζεις, απ’ το στόμα βρωμάς… μωρέ θα σε φάω κι ας σκυλοβρωμάς, να μη μείν’ ούτε κόκκαλο άχρηστε απ’ τισένα…
Τον έφαγε και έζησε αυτή καλά και έχουμε και εμείς να λέμε. Μα τούτο το παραμύθι είναι τρανό και τα παιδιά νυστάζουν…


    
"Το Ρεβυθάκι"

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο χωριό μια γριά που δεν είχε κανέναν στο κόσμο. Ο γέρος της πήγε να κλαρίσει κάποια μέρα και για κακή του τύχη πέφτει απ’ το δέντρο και μένει στον τόπο, αφήνοντας τη γιαγιά σαν την καλαμιά στο κάμπο. Ξυπνάει ένα πρωί, βάζει πάνω στην πυρουστιά το ταψί με την μπομποτόπιτα και τη σκεπάζει με τη γάστρα να ροδοκοκκινίσει κι από πάνω. Απ’ τις δουλειές κι απ’ τη ζέστα του τζακιού δίψασε και σηκώνει την μπούκλα να πιεί νερό, μα η μπούκλα δεν είχε σταγόνα! Νταμπλάς της  ήρθε της γριάς γιατί καθώς της πονούσανε τα πόδια, δεν μπορούσε να πάει στη βρύση να γεμίσει τις μπούκλες. «Τι καλά, σκεφτότανε, να ‘χω ένα παιδάκι να το ορίζω…»
Απ’ τα φυλλοκάρδια της προσεύχεται στο Θεό, να της στείλει ένα παιδάκι κι ας είναι μικρούτσικο όσο ένα ρεβυθάκι. Δεν πρόλαβε καλά καλά να τελειώσει την προσευχή της κι’ ο Θεός της ρίχνει απ’ τον ουρανό ένα φαράσι ρεβυθάκια. Γέμισε το δωμάτιο ρεβυθόπαιδα που μόλις τα μοσχομύρισε η πίτα άρχισαν όλα μαζί να φωνάζουν: «Κι μένα μπάμπου πίτα!...»
Η γριά είπε να ξεδιψάσει, δεν είπε να πεινάσει ταΐζοντας τόσα στόματα! Μία και δύο αρπάζει το φτυάρι από τη φωτιά κι’ άρχισε να τα «στουμπάει» τα κεφάλια.
Ώσπου να πεις… κίμινο, η γριά δεν είχε αφήσει αστούμπιστο ρεβυθάκι. Μόλις όμως της πέρασε ο θυμός τα χρειάστηκε. Τώρα σου λέει τι θα κάνω, με τι μούτρα θα ξαναπαρακαλέσω το Θεό!...
Αρχίζει το κλάμμα και τις κατάρες στον εαυτό της και κει που πικροκαταριότανε , ακούει μια φωνούλα να βγαίνει κάτω από την γάστρα:
-Γλύτωσα εγώ γιαγιάκα, μη κλαίς, θα πάω να σου φέρω νερό και θα κάνω εγώ για σένα όλες τις δουλειές. Θα σ’ έχω σα μανούλα και θα περνάμε μια χαρά…
Κι έτσι η γιαγιά μας, βρήκε παραγιό κι έζησε από καλά, καλύτερα!...



"Οι  τρεις συννυφάδες"

       Ένα πρωί ξεκινούν απ’το χωριό τρεις συνυφάδες για το δάσος, να μαζέψουν ξύλα για το χειμώνα. Αφού μαζέψανε αρκετά τα κάνανε δεμάτια, τα δέσανε με τριχιά και τα φορτωθήκανε στις πλάτες τους. Η μια τους που ήταν έγκυος, κουράστηκε κι έκατσε σε μια άκρη του δρόμου να ξαποστάσει. Μετά όμως δυσκολευότανε να σηκωθεί. Οι συνυφάδες της είχανε απομακρυνθεί και κανένας δε φαινόταν στη στράτα να του ζητήσει βοήθεια. ‘’Αχ, κανένας δε μ‘ αψυχάει σκέφτεται…’’ . Καθώς σηκώνει τα ματιά της στον ουρανό, βλέπει τον ήλιο και τον παρακαλεί: ‘’ Βόηθα με, ήλιε μ‘, βόηθα με κι ότι κάμω δικό σου να 'ναι!’’ .
      Τη βοηθά ο ήλιος, φτάνει στο σπίτι κι ύστερα από λίγους μήνες, γεννά ένα όμορφο κοριτσάκι. Το τάμα της βέβαια ούτε που το θυμόταν…
    Το κοριτσάκι έγινε κοπελίτσα και μια μέρα που πήγαινε στ‘ αμπελιές, το πλησιάζει ένας ασπρομάλλης γέρος (ο ήλιος μεταμφιεσμένος) και του λέει να θυμίσει στη μάνα το τάμα της. Η κοπελιά μας ξέχασε να το πει, γι' αυτό την επόμενη φόρα ο γερο - Ήλιος της περνάει στο δάκτυλο της μια κλωστή και την ερωτάει γιατί την έβαλε. Της διηγείται η μικρή τα καθέκαστα, φαρμακώθηκε η καρδιά της μάνας σαν τ ‘ άκουσε, αλλά μιας και για μια μπέσα ζούμε, λέει στο κορίτσι της: "Όταν σε ξαναβρεί ο γέροντας να του πεις: ‘’Σκύψε και πάρτο’’". Έτσι κι έγινε, το παίρνει ο ήλιος και το πάει στη γιαγιά του να το προσέχει. Η γιαγιά τ ‘ αγάπησε, το περιποιότανε και το πήγαινε και τσάρκες. Μια μέρα που το πήγε εκδρομή στο δάσος για δροσιά, το κορίτσι βλέπει μια μικρή κρανίτσα που λυγιότανε να πλησιάζει τη μεγάλη κρανιά τη μανά της και λέει: ‘’Κρανίτσα μου, ριζίτσα μου, όπως πονάει εσένα η Κρανίτσα, έτσι πονώ κι εγώ την μανίτσα!’’.
      Η γιαγιά που τ‘ άκουσε πολύ στεναχωρήθηκε και λέει στον εγγονό της τον Ήλιο: ‘’Τι να σι πω γιε μ‘, μ ‘ έκοψε τ‘ν  καρδιά μ’, μ’ αυτά που’ λεγε στην Κρανίτσα. Έτσι να ζήσεις πιδί μ’ στείλτο στη μάνα τ ‘ κι δώσε το κι κάνα ζλαπ’ να του δειχ’ν το δρόμο να μην χαθεί το σκουντό…’’.    
      Το δέχεται ο Ηλιος και φωνάζει το λιοντάρι για οδηγό. Το λιοντάρι λέει καλά , αλλά δεν πάει μόνο του, θέλει παρέα και το ελάφι. Αυτό συμφωνεί μόνο, αν πάει μαζί τους κι ο λαγός. Εκεί θα σκοντάφταμε; Τον καταφέρνουν και το λαγό, παίρνει το ελάφι στα κέρατά του το κορίτσι, για να μην το κουράσει ο ποδαρόδρομος και πάει μπροστά ο λαγός για ανίχνευση και πίσω το λιοντάρι για φύλακας. Με το δρόμο τους άνοιξε κι η όρεξη. Σταματάνε και λένε στο κορίτσι ότι εμείς πεινάσαμε, θα πάμε να βοσκήσουμε και συ ν’ ανέβεις πάνω στη λεύκα κι αν δεις ότι κινδυνεύεις, να φωνάξεις δυνατά:’’ Αλφέ μ’ κι καλπέ μ' κι καλπάκα μ’ στο νερό!’’.
     Πάει μια λάμια να πιει νερό στη λιμνούλα π' ήταν στα ριζά της λεύκας και βλέπει στην επιφάνειά της τον ίσκιο του κοριτσιού. Αρχίζει αμέσως να ροκανίζει το λευκάδι, να πέσει το κορίτσι και να το φάει. Αυτό θυμήθηκε το σύνθημα που του είπαν τα ζώα και το φωνάζει δυνατά. Τα μεγάλα αυτιά του λαγού το πιάνουν αμέσως, το λέει στα άλλα δυο ζλάπια και τρέχουν όλα μαζί και σώζουν το κορίτσι. Παίρνουν ξανά το δρόμο και φτάνουν στο σπίτι της. Η μάνα του σαν το είδε δεν ήξερε τι να κάνει από τη χαρά της. Τα προσφέρει τροφή, λουκούμια, καραμέλες, και πετροζάχαρη και κάνουν αδερφωμένοι άνθρωποι και ζώα ένα γλέντι που έμεινε παροιμιώδες στο χωριό…   



"Το Tάμα"

     Κανονικά οι γιαγιάδες το λέγανε «τάγμα» αλλά για να μην μπερδευτούμε και περιμένετε…. στρατό, το λέω  τάμα. Τώρα οι έγκυες μπορεί να μη σηκώνουν ούτε ποτήρι για να μην αποβάλλουν, αλλά τον παλιό καιρό οι αγκαστρωμένες παγαίνανε και στο λόγγο ακόμα και ζαλωνότανε στην πλάτη τους τα ξύλα για το τζάκι. Μια γκαστρωμένη συγχωριανή  μας,πήγε στο δάσος, έκοψε με το τσεκούρι ξύλα, αλλά επειδή είχε παραφορτώσει το δεμάτι, δεν μπορούσε να το σηκώσει. «Αχ! Μωρέ, φωνάζει απ’ τα φυλλοκάρδια της, να βρισκόταν κανένας να με βοηθήσει…».                                                                                                                                                    Πριν καλοτελειώσει το λόγο της, τσιουπ! της παρουσιάζεται ένας άνδρας. «θα σε βοηθήσω εγώ της λέει, αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι όταν γεννήσεις το παιδί θα είναι δικό μου!»Μέσα στην κούρασή της, ούτε που κατάλαβε για ποτέ έδωσε το λόγο της. Ο άντρας που της παρουσιάστηκε ήταν δαιμονικό πνεύμα που μεταμφιεζόταν σ’ ό,τι ήθελε. Ήρθε η ώρα της γυναίκας και φέρνει στον κόσμο ένα όμορφο αγοράκι. Τ’ αγόρι μεγάλωσε – η μάνα είχε ξεχάσει το τάμα της – κι’ ήρθε η ώρα να πάει στο σχολείο. Το δαιμονικό το συναντάμε τώρα ως τσαγκάρη στο χωριό. Πάει ο μικρός ν’ αγοράσει τα καινούργια του παπούτσια, για την πρώτη μέρα στο σχολειό και ο τσαγκάρης του λέει να πει στην μάνα του για το τάμα που του έταξε. Το παιδί γύρισε στο σπίτι όλο απορίες. Η μάνα του τι να κάνει, του εξιστορεί όλα τα καθέκαστα. Ο  μικρός αποφασίζει να φύγει μακριά για να μην μπορεί να τον βρει ο δαίμονας   και ζητά απ’  τη μάνα του να του ετοιμάσει τον τρουβά με δυο ψωμιά και δυο κεφάλια σκόρδο. Καθώς διάβαινε το δάσος, βρίσκει τρία μικρά λιονταράκια, τα παίρνει μαζί του, τα μεγαλώνει και τα έχει συντρόφια του. Τα βάφτισε κιόλας, το πιο γερό «Δυνατό», το ταχύ «Γρήγορο» και το έξυπνο «Νοητό». Μάθανε κι’ ακούγανε τα ονόματά τους από καλά - καλύτερα. Για μεγάλη του όμως δυστυχία κάποιοι από τσίρκο του τα κλέβουν. Ψάχνοντας για να τα βρει πέφτει πάνω στο Δαίμονα που τον γύρευε. «Θα σε φάω, για  να ησυχάσω από σένα και να μην κουράζομαι να σε ψάχνω» του λέει. «Καλά να  με φας ,αλλά έχω μια τελευταία επιθυμία, ν' ανεβώ στο λευκάδι». Πάνω στην κορυφή ο νεαρός, βγάζει μια δυνατή κραυγή: Νοητέ, Δυνατέ, Γρήγορε ελάτε αμέσως…
       Στο τσίρκο ο Νοητός άρπαξε αμέσως το μήνυμα, φορτώνεται ο Γρήγορος τους άλλους δυο στις πλάτες του και φτάνουν πάνω στην κρίσιμη στιγμή. Ο Δαίμονας πριόνιζε τον κορμό του λευκαδιού. Ορμά ο Δυνατός και τον κατασπαράζει ώσπου να πεις «κίμινο». Καταχαρούμενος ο νεαρός αγκαλιάζει τους φιλαράκους τα λιονταράκια και πάνε στο χωριό του. Η μάνα του κόντεψε να πεθάνει απ’ τη χαρά της. Σκουμπώνεται και κάνει πρασόπιτες να φάει όλο το χωριό……  




"Τα τρία αδέρφια"

     Τον παλιό καιρό, ζούσανε στον χωριό μας τρία πολύ αγαπημένα αδέρφια. Μεγάλο πάθος τους το κυνήγι. Η μάνα τους είχε βαρεθεί να μαγειρεύει λαγούς!
      Κάποια μέρα που γυρίζανε πολλές ώρες για κυνήγι, ξεράθηκε το στόμα τους και τους έζωσε μια δίψα που δεν λέγεται! Ψάχνουν για νερό και με τα πολλά βρίσκουνε ένα πηγάδι. Από πάνω καθώς κοιτούσανε δεν φαινότανε αν είχε νερό, οπότε κάποιος έπρεπε να κατέβει στον πάτο του πηγαδιού. Ο κλήρος πέφτει στον μικρότερο, που χωρίς να βαρυγκομήσει, πιάνεται απ’ τα στηρίγματα και φτάνει στον πάτο αλλά δεν βρίσκει ούτε μια σταλιά νερό…
    Καθώς κοιτούσε τριγύρω, βλέπει μια πόρτα και περίεργος να δει τι κρύβεται πίσω της, την ανοίγει. Έκθαμβος αντικρίζει τρεις πανώριες κοπέλες. Την τρίτης η ομορφάδα, μολογιομό δεν είχε! Άλλα δυο μάτια ήθελες για να τη χορτάσεις…
     Αυτή σκέφθηκε: «θα την κρατήσω για μένα, και τις άλλες δυο για τα αδέρφια μου».
  Φωνάζει τ’ αδέρφια του να του ρίξουνε σχοινί, δένει μ’ αυτό την πρώτη κοπέλα και την ανεβάζουν επάνω. Ακολουθεί  η σειρά της δεύτερης κι ώσπου να ‘ρθει η σειρά της τρίτης αυτή άρχισε να του δίνει συμβουλές:
   -Να ξέρεις του λέει, μόλις με δούνε τ’ αδέρφια σου, θα με θέλουν για λογαριασμό τους κι εσένα θα σ’ αφήσουν να σαπίσεις στο πηγάδι. Άκουσέ με, λοιπόν, προσεκτικά, πάρε αυτά εδώ, είναι ένα φουντούκι, ένα αμύγδαλο κι ένα καρύδι. Το φουντούκι έχει μέσα του ένα ολόχρυσο φουστάνι, τ’ αμύγδαλο μια ανέμη με χρυσά κουβάρια και το καρύδι μια κλώσσα με χρυσά πουλιά! Δίπλα σου συνεχίζει, είναι μια άλλη πόρτα, θα την ανοίξεις και θα συναντήσεις δυο κριάρια, ένα άσπρο κι’ ένα μαύρο. Να προσέξεις καλά, να πιάσεις απ’ τα κέρατα τ’ άσπρο κριάρι κι αυτό θα σ’ ανεβάσει γρήγορα επάνω. Τότε θα μου στείλεις τα τρία πράγματα που σ’ έδωσα, για να καταλάβω ότι ζεις και βγήκες απ’ το πηγάδι.
Ούτε …αγαπητικός της Πυθίας   να ήταν η κοπελιά μας, διάνα έπεσε…
Μόλις την ανεβάζουν επάνω, αποφασίζουν να την κρατήσουν για τον εαυτό τους και ν’ αφήσουν τον αδερφό τους, για πάντα στον πάτο του πηγαδιού…
Όταν ο τρίτος αδερφός διαπίστωσε πως άδικα έσκουζε απ’ το βάθος του πηγαδιού ζητώντας βοήθεια, ανοίγει την πόρτα κι ορμά να πιάσει απ’ τα κέρατα το άσπρο κριάρι. Λίγο απ’ την τρομάρα του και περισσότερο απ’ το σκοτάδι, πιάνει το μαύρο κριάρι που τον πηγαίνει στα έγκατα της γης!...
Εκεί πια τα χρειάστηκε για τα καλά ο ήρωάς μας. Επειδή όμως, όπως λένε, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, άρχισε να ψάχνει τρόπο ν’ ανέβει στον απάνω κόσμο. Εκεί που πήγαινε να χάσει το θάρρος του, βλέπει ένα κοπάδι κοράκια.  Πιάνει κουβέντα μαζί τους και συμφωνούν να τον πάρουν στα φτερά τους και να τον βγάλουνε έξω κι αυτός να τους ταΐζει κρέας κατά τη διαδρομή. Εκεί θα σκοντάψουμε τώρα; Σφάζει το μαύρο κριάρι που το είχε και άχτι, φορτώνεται το κρέας και ξεκινάνε για το μεγάλο ταξίδι…
Κρα! τα κοράκια, τα μπούκωνε το παλικάρι μας το στόμα τους με κρέας και με καινούργια φόρα πετούσαν τα πουλιά. Συχνά - πυκνά το κρά, κρά, στο τσακ που θα φτάνανε, τελειώνει το κρέας. Ακούει ο δικός μας κρα! και πετάρισε η ψυχή του. Αποφασισμένος να φτάσει στον προορισμό του, τι να κάνει ο καημένος, αναγκάζεται να κόψει ένα κομμάτι κρέας απ’ τη γάμπα του. Τ’ αρπάζει ένα μικρό πουλί αλλά δεν το τρώει. Το κρατάει στο ράμφος του. Τον κατεβάζουνε στη γη, πάει να περπατήσει και κουτσαίνει. Τότε το κοράκι του κολλάει με το ράμφος του το κρέας που του έλειπε κι’ όλα πια καλά για τον ήρωά μας. Απ’ τον κόσμο μαθαίνει πως ο πρώτος του αδερφός, ετοιμάζεται να παντρευτεί την καλή του κι ότι αυτή για να τον πάρει εξέφρασε τρεις επιθυμίες. Να της φέρει ένα ολόχρυσο φουστάνι μέσα σε φουντούκι, μια κότα με χρυσά κοτόπουλα μέσα σε καρύδι και μια χρυσή ανέμη με τα κουβάρια της μέσα σε αμύγδαλο. Ο υποψήφιος γαμπρός απευθύνθηκε στους πιο ονομαστούς τεχνίτες να του κάνουν τ’ ακατόρθωτα, αλλά δε γινότανε τίποτα κι η κόρη όλο αγωνία περίμενε να δείξει ο καλός της τα σημάδια, για να σιγουρευτεί ότι είναι ζωντανός. Καιρός πια να φανερωθεί κι ο φίλος μας. Πάει στον καλύτερο ράφτη και του λέει να πάει να δώσει το φουντούκι και στον πιο ξακουστό χρυσοχόο το καρύδι και τ’ αμύγδαλο και μετά φανερώνεται κι’ αυτός. Πέφτει στην αγκαλιά του η κόρη κι αυτοί πια κι αν έζησαν καλά, όσο για τα κακά αδέρφια του, σκάσανε απ’ το ζόρι τους…





                                     
Από το βιβλίο του Γιάννη Μότσιου "Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν' τα παραμύθια", εκδ. Δήμου Δεσκάτης 2005






"Η Καλή και η Κακή"

Μια φορά κι έναν καιρό, στο Κοσμάτι Γρεβενών, ήταν δυο γυναικούλες. Ήταν χήρες οι γυναίκες. Κι ούτε παιδιά είχαν. Την μία την έλεγαν Καλή και την άλλη Κακή. Ήρθε το Πάσχα. Όλοι ψώνιζαν για τις γιορτές, αλλά αυτές δεν είχαν τίποτα. Δεν είχα και ξύλα - αυτό και ήθελαν τώρα, ξύλα. Η Καλή σκούπισε και ταίριαξε το σπίτι, ταιριάστηκε κι η ίδια της και ετοιμάστηκε να πάει να φέρει ξύλα. Για το Πάσχα. Τι να ψήσει, τι να κάνει, ότι θα έβρισκε, θα έκανε. Πήρε το σκοινί, έναν τορβά στον ώμο και ξεκίνησε για το βουνό. Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε κι έφτασε στο βουνό. Έστρωσε το σκοινί κάτω στη γη, κι άρχισε να μαζεύει ξύλα και να τα βάζει πάνω στο σκοινί. Εκείνη τη στιγμή έπιασε μια μπόρα, πολύ μεγάλη μπόρα. Τώρα η γιαγιούλα, τι να κάνει, τι να κάνει, τι κάνει; Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, τρέχει μέσα στο δάσος και βλέπει ένα φωτάκι, μέσα σε μία καλύβα. Τρέχει, χτυπάει την πόρτα της καλύβας και την ανοίγει ένας μεγαλόσωμος άντρας.
-Καλημέρα! λέει η γιαγιά.
-Καλημέρα, γιαγιά, της λέει κι αυτός. Έλα, γιαγιούλα, έλα μέσα.
Προχωράει η γιαγιά και μπαίνει στην καλύβα. Μέσα στην καλύβα ήταν δώδεκα παλικάρια.
-Α, γιαγιούλα, τι κακός μήνας που είναι ο Μάρτης, της λέει, πολύ κακός. Και μπόρα κάνει, αλλά και τι βροχή.
-Όχι, παλικάρι μου, καλός είναι, απάντησε η γριά. Καλός είναι ο μήνας. Ε, έτυχε τώρα η μπόρα σε μένα, λέει.
-Τι γνώμη έχεις, γιαγιά, για τους δώδεκα μήνες του χρόνου;
-Πολύ καλοί είναι, παλικάρι μου. Ο καθένας ξεχωριστά κι όλοι μαζί, καλοί είναι, λεβέντες! λέει η γιαγιά. Καθένας έχει την χάρη του. Κι ο Γενάρης, κι ο Φλεβάρης κι όλοι οι μήνες έχουν τα καλά τους είπε η γιαγιά κι άρχισε να αραδιάζει αυτά που θεωρούσε καλά και άγια για τον κάθε μήνα χωριστά.
Λέει ο μεγάλος:
-Πάρτε τον τορβά της γριάς και γεμίστε τον με χίλια δυο καλούδια: και λεφτά, και ρούχα και τι δεν είχε μέσα ο τορβάς της γιαγιάς. Γεμίστε το όλο το σακούλι.
Παίρνει ο μεγάλος, γεμίζει τον τορβά ως απάνω ψηλά και τον δίνει στη γιαγιά λέγοντας:
-Γιαγιά, πάρε αυτό το σακούλι και να το ανοίξεις μόνο όταν πας στο σπίτι σου.
Παίρνει η γιαγιά τον τορβά, τον φορτώνεται στην πλάτη και πήρε δρόμο για το σπίτι. Το σακούλι ήταν βαρύ, γεμάτο κάργα, κι έτσι με πολύ κόπο, έφτασε κάποτε στο σπίτι. Ανοίγει το σακούλι της, και τι να δει η γιαγιά: έναν ολόκληρο θησαυρό είχαν βάλει μέσα, οι δώδεκα μήνες του χρόνου.
Άρχισε η γιαγιά την άλλη μέρα να ψωνίζει, να κάνει, πολλά πράγματα!
Την είδε η κυρά Κακή.
-Πού τα βρήκες, κυρά Καλή, τόσα πράγματα εσύ;
Της λέει η γιαγιά τι και πώς.
Ξεκίνησε η γριά Κακή για το βουνό, την άλλη μέρα με το σκοινί, με τον τορβά. Το πώς για γιατί, τα θυμόταν καλά. Τον δρόμο και αυτόν τον κατάλαβε πώς έπρεπε να πάει. Πήγε, την έπιασε η μπόρα και χάθηκε, είδε το φωτάκι στο καλύβι. Χτύπησε την πόρτα, της άνοιξε ένα παλικάρι, την καλοδέχεται:
-Έλα, γιαγιούλα, έλα: κρύωσες, ταλαιπωρήθηκες, έλα τώρα να ζεσταθείς.
Πριν μπει μέσα, η γιαγιά αυτή άρχισε να βρίζει.
-Τι παλιόκαιρος είναι τούτος, και τι χειμώνας, τι μήνας είν’ αυτός, χιόνια, βροχές κι αέρας…
Κι έλεγε, κι έλεγε, κι έλεγε η γριά, βρίζοντας όλο και περισσότερο.
Νάαα! οι βρισιές, νάαα και τα κακόλογα που ξέβραζε από το ξεδοντιασμένο στόμα της η κυρά Κακή.
Την ακούν τα παλικάρια:
-Για τον τάδε μήνα τι έχεις να πεις, γιαγιά;
-Κι αυτός κακός, κι ο άλλος κακός, κι ο τρίτος χειρότερος…
Και τους δώδεκα μήνες. Όλους κακούς τους έβγαλε. Παίρνουν κι αυτοί το σακούλι να το γεμίσουν με πράγματα μέσα.
-Θα πας σπίτι, θα κλείσεις πόρτες και παράθυρα, και μόνο τότε θ’ ανοίξεις το σακουλάκι. Καλά;
Και γέμισαν με πέτρες, με φίδια, μ’ ότι κακό μπορούσαν να σκαρφιστούν. Το φορτώνεται κι γιαγιά, πάει στο σπίτι. Κλείνει πόρτες και παράθυρα και ξαφνικά άρχισαν να σέρνονται τα φίδια κι οι πέτρες έγιναν ασήκωτες.
Αυτά έπαθε η γιαγιά η Κακή. Γιατί ήταν μια κακιά γιαγιά.
Το πρωί, όταν συναντήθηκε με την γνωστή της, η κυρά Καλή, ρώτησε:
-Τι έγινε;
-Τι να γίνει; Με πέτρες και με φίδια μου γέμισαν το σακούλι, π’ ανάθεμά τους!
-Τι του είπες;
-Τους είπα αυτό που είναι: κακοί και κακό φέρνουν στους ανθρώπους.
-Άλλη φορά να προσέχεις, της λέει η κυρά Καλή. Να είσαι πάντα καλή και δίκαιη με όλους τους ανθρώπους.
       Κι έζησε η μία καλά, κι εμείς καλύτερα…



"Η πεντάμορφη και ο Βουρτσογένης"

       Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε μια κόρη που ήταν πεντάμορφη και πολύ έξυπνη. Είχε μορφωθεί καλά και κανείς δεν ήταν σε θέση να αντιπαραταχτεί μαζί της.

    Όταν έγινε σε ηλικία για παντρειά, πολλά βασιλοπαίδια κι αρχοντόπουλα ζήτησαν να την κάνουν γυναίκα τους, μα αυτή είχε γίνει τόσο περήφανη και αυθάδης, ώστε όποιος ζητούσε να την παντρευτεί, του κολλούσε ένα παρατσούκλι και τον κορόιδευε. Το παλικάρι αναγκαζόταν να παραιτηθεί και να αποχωρήσει.
      Ο βασιλιάς, βλέποντας την κατάσταση αυτή κι ότι η κόρη του δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί κάποιον, κάλεσε όλους τους υποψήφιους μνηστήρες σε δείπνο και άσκησε πίεση πάνω στην κόρη, λέγοντας την ότι έπρεπε έναν απ' όλους να διαλέξει απόψε: να πάρει έναν από αυτούς που είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι. Αλλά αυτή πού να διαλέξει! Έβγαζε στον καθένα κι ένα παρατσούκλι και τον κορόιδευε. Αλλά τα πιο πολλά τα φύλαξε για τον τελευταίο υποψήφιο γαμπρό: ένα όμορφο και πολύ πλούσιο παλικάρι.
      Όταν έφτασε κοντά του, είπε:
     -Κοιτάξτε, έναν άντρα που ήρθε για να γίνει άντρας μου! Κοιτάξτε ένα γένι που έχει, σαν να είναι βούρτσα. Από τότε το παλικάρι το φώναζαν Βουρτσογένη.
       Αναγκάστηκαν να φύγουν όλα τα παιδιά, χωρίς να καταφέρει ο πατέρας της και τώρα να την  αρραβωνιάσει. Ο πατέρας της όμως θύμωσε πολύ και ορκίστηκε να την δώσει στον πρώτο ζητιάνο που θα πλησιάσει για ζητιανιά.
     Μια μέρα πήγε ένας ζητιάνος να ζητιανέψει και ο βασιλιάς τον έμπασε μέσα και φώναξε τη βασιλοπούλα και της είπε:
      -Μα… άρχισε εκείνη να διαμαρτύρεται, να κλαίει, αλλά ο πατέρας ήταν ανένδοτος:
     -Δεν έχει μα και ξεμά! Της κόβει το βήχα. Ορκίστηκα, κι ο βασιλιάς δεν πατάει τον όρκο του ποτέ. Γι’ αυτό κι ο γάμος θα γίνει την ερχόμενη Κυριακή.
      Τι να κάνει κι αυτή; Έκλαψε, έσκουξε αλλά δεν έβγαινε τίποτα.
      Την επόμενη Κυριακή την πάντρεψε με τον ζήτουλα.
    Μόλις τέλειωσε ο γάμος, την πήρε ο ζητιάνος και πήγαν για το σπίτι του. Στο δρόμο που πήγαιναν ρωτούσε το ζητιάνο:
      -Τίνος είναι αυτό το ωραίο μέρος;
      -Του Βουρτσογένη είναι, απαντούσε αυτός.
     Προχωρώντας παραπέρα βλέπουν κάτι καταπράσινα κι όμορφα λιβάδια με πολλά πρόβατα, αγελάδια κι άλογα περήφανα:
    -Τίνος είναι αυτά τα λιβάδια, τα κοπάδια με τα πρόβατα, τα αγελάδια και τα άλογα; Ρωτούσε πάλι η βασιλοπούλα.
   -Του Βουρτσογένη, απαντούσε κι αυτός. Και πρόσθεσε: Έκανες άσχημα που δεν τον πήρες άντρα σου.
   Προχωρώντας κι άλλο, βλέπουν κάτι περιβόλια πλούσια σε καρπούς και σε φρούτα, και ξαναρωτάει η βασιλοπούλα:
    -Κι αυτά τα όμορφα περιβόλια, φορτωμένα με νοστιμιές και με πλούτο, τίνος είναι;
    -Του Βουρτσογένη είναι και αυτά, της είπε ο ζητιάνος άντρας της.
    Πολύ άσχημα έκανες, βασιλοπούλα μου, που δεν τον παντρεύτηκες.
    Μετά φτάνουν σε μια καλύβα τρύπια απ' όλες τις μεριές και τη λέει:


   -Να αυτό είναι το σπίτι μας. Μπες μέσα και να το συγυρίσεις. Εδώ μένω, εδώ θα μείνεις και συ που είσαι γυναίκα μου.
  Μπαίνει μέσα και τι να δει: μεγάλη ακαταστασία. Κουρέλια πεταμένα εδώ και εκεί, κάτι παλιοκουβέρτες τρύπιες και λερωμένες, παλιόρουχα και παλιοπάπουτσα. 


Κι άρχισε να  κλαίει και να συγυρίζει, καταπώς της είχε προστάξει ο αντρας της. Τελικά γυρίζει προς τη μεριά του ζητιάνου με κλαμένα μάτια και του λέει:
    -Εγώ εδώ δεν μένω.
   -Θα μείνεις και θα παραμείνεις: είσαι γυναίκα μου, της λέει κι αυτός αυστηρά. Δε με νοιάζει αν σ' αρέσει ή όχι, αν μπορείς ή δεν μπορείς. Κατάλαβες;
    Τι να κάνει κι αυτή; Έμεινε εκεί, κοιμήθηκε και την άλλη μέρα της λέει ο άντρας της:
  -Θα πας να δουλέψεις για να ζήσουμε. Εγώ θα ζητιανεύω κι εσύ θα δουλεύεις. Εντάξει, χαϊδεμένη μου;
   Την πήρε από το χέρι και την πήγε σ’ ένα εστιατόριο να πλένει πιάτα. Κι αυτή του λέει:
-        -Πιάτα εγώ δεν μπορώ να πλύνω. Δεν ξέρω.
-        -Δεν με νοιάζει! της λέγει. Θα μάθεις.
  Μπήκε στην λάντζα κι άρχισε να πλένει πιάτα και τα έσπασε όλα. Το αφεντικό άρχισε να τη μαλώνει. Της δίνει και καναδυό μπατσιές στα μούτρα. Κι έβαλε τα κλάματα. Πήγε κι ο άντρας της και του είπε τα καθέκαστα. Την πήρε από το εστιατόριο και την έφερε στο καλύβι:
-       Να μαγειρέψεις να φάμε, γιατί πεινάω σα λύκος. Άναψε φωτιά, βάλε το τσουκάλι πάνω της και να βράσεις φακές. Φακές θα φάμε σήμερα.
  Αυτή όμως δεν ήξερε τίποτε απ’ όλ' αυτά: ούτε φωτιά ν’ ανάψει κι ούτε φαγητό να ετοιμάσει.
  Τη βοήθησε ο άντρας της και ψευτόφταξαν ένα φαγητό της κακιά ώρας. Όταν φάγανε της λέει:
-    -Γυναίκα, αυτήν τη δουλειά ούτε την ξέρεις κι ούτε μπορείς να την κάνεις. Θα μάθεις, να πλέκεις καλάθια.
  Έκοψε και της έφερε βέργες χλωρές. Αλλά καθώς δεν ήταν μαθημένη, πληγώθηκαν τα χέρια της κι άρχισαν να τρέχουν αίμα. Της λέει πάλι:
-       -Γυναίκα! Τίποτε δεν είσαι ικανή να κάνεις. Φταίω εγώ που σε παντρεύτηκα. Άλλα θα κάνω υπομονή να μάθεις μια δουλειά και να βγάζεις το ψωμί σου. Της αγόρασε πήλινα λαγήνια και της τα ‘δωσε να πάει στην αγορά να τα πουλήσει.
-    -Όχι, λέει. Στην αγορά δεν πηγαίνω. Θα με δει κανείς από τους δικούς μου και θα ντροπιαστώ, θα με κοροϊδεύουν οι πάντες. Δεν πηγαίνω, μην επιμένεις.
    Της λέγει:
-         -Πρέπει να δουλέψουμε να φάμε. Έτσι θα προκόψουμε κιόλας.
   Πήγε κι αυτή σε μια άκρη, έστησε τα λαγήνια της και τα πούλησε. Αλλά εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας καβαλάρης και της τα ‘κανε γυαλιά καρφιά.
   Άρχισε πάλι να κλαίει.
   Το βράδυ ο άντρας της της είπε:
  -Αύριο θα σε βάλω σε άλλη δουλειά. Κάποιος φίλος μου είπε ότι στο παλάτι του βασιλιά ζητούν μια γυναίκα. Έτσι, την άλλη μέρα την πήγε στο παλάτι και την πήραν μαγείρισσα βοηθό. Καθάριζε πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα και δάκρυζαν τα μάτια της. Κι εδώ, σε τούτη τη δουλειά, έκανε πολύ καιρό.
   Μια μέρα ακούστηκε η φήμη ότι στο παλάτι θα γίνουν γάμοι, ο βασιλιάς θα παντρέψει το γιο του. Πέρασαν καναδυό μέρες ακόμα και μέσα στο παλάτι γινόταν χαμός: προετοιμασία για το γάμο με σούρτα - φέρτα. Την ημέρα του γάμου ο γιος στολίστηκε με τα χρυσά και τα μαλαματένια σιρίτια του, τα καλά ρούχα του. Η γυναίκα του ζητιάνου μόλις τα είδε αυτά, ντράπηκε και της ήρθε νταμπλάς. Παραλίγο να το βάλει στα πόδια. Αλλά ο Βουρτσογένης πήγε και της έπιασε το χέρι και της είπε:
    -Μη φοβάσαι. Ο άντρας που σε παντρεύτηκε δεν ήταν άλλος από εμένα τον ίδιο. Εγώ ήμουνα ο ζητιάνος και πλανόδιος τραγουδιστής, εγώ σε έβγαλα για δουλειά. Εγώ σ’ έστειλα ακόμη και στο παλάτι για να σε γιατρέψω, να σε κάνω από τον αρρωστημένο εγωισμό σου.    


     Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.


(Τις εικόνες για το παραμύθι αυτό ζωγράφισε στο πλαίσιο του μαθήματος η μαθήτρια Αθηνά Μπουγά.)


  "Η Κληρονομιά"

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία αδέρφια και κληρονόμησαν από τον πατέρα τους μια μηλιά που έκανε μόνο ένα μήλο, αλλά ήταν χρυσό. Κι όποιος θα το  'παιρνε, θα ζούσε πλούσια όλο το χρόνο. Κι όταν έλεγαν ότι αύριο θα το κόψουν, πήγαιναν και το έκλεβαν. Εκείνη τη χρονιά συμφώνησαν να φυλάξουν ένας - ένας  και να πιάσουν τον κλέφτη. Το βράδυ φύλαξε ο μεγάλος αδερφός. Όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα, άκουσε μεγάλη βοή και μουγκρητά, φοβήθηκε κι έφυγε. Το μήλο το έκλεψαν. Την άλλη χρονιά φύλαξε ο μεσαίος αδερφός, αλλά μόλις άκουσε κι αυτός τη βοή και τα μουγκρητά, φοβήθηκε κι αυτός και το ‘σκασε. Πάλι το ’κλεψαν το μήλο. Την άλλη χρονιά ήτανε η σειρά του μικρότερου αδερφού. Κάθισε αποβραδίς και φύλαγε. Κι όταν άκουσε τη βοή και τα μουγκρητά, δε φοβήθηκε, αλλά κρύφτηκε κοντά στη μηλιά και τι να δει: έναν δράκο φοβερό που πήγαινε στη μηλιά. Ένα θηρίο σαν τον κροκόδειλο και την ώρα που έκανε να κλέψει το μήλο, τον χτυπάει με το σπαθί του. Και το άγριο θηρίο έφυγε τρέχοντας. Το πρωί όταν ξημέρωσε, παίρνει τ’ αδέρφια του,  παίρνουν το ντορό με τα αίματα και φτάνουν σε μια μεγάλη τρύπα. Μόλις κατέβηκε κάμποσο, μέσα στην τρύπα, κούνησε το σκοινί, όπως είχαν συμφωνήσει σε περίπτωση κινδύνου, και τον τράβηξαν απάνω. Μπήκε ο δεύτερος, αλλά μόλις είδε το σκοτάδι, φοβήθηκε. Κούνησε κι αυτός το σκοινί και τον ανέβαζαν απάνω κι αυτόν. Τότε μπήκε ο μικρότερος: αυτός δε φοβήθηκε καθόλου και κατέβηκε ως κάτω. Βρήκε ένα πάτωμα που χωρίζονταν σε τρύπες σαν δωμάτια. Σ’ ένα πάτωμα ήταν τρία κριάρια: δυο άσπρα και ένα λόγιο, μαύρο δηλαδή. Σε άλλο δωμάτιο βλέπει μια κοπέλα πάρα πολύ όμορφη. Δένουν με το σκοινί μια κοπέλα, το κουνάει, κατάλαβαν τ ’αδέρφια, το τραβούν και τι να δουν: αντί για τον αδερφό μια κοπέλα πολύ όμορφη. Η κοπέλα είπε να ξαναρίξουν το σκοινί. Εν τω μεταξύ άλλες κοπέλες λένε στο παλικάρι :
-Κατέβα λίγο παρακάτω και κοίταξε, αν το θηρίο έχει τα μάτια κλειστά, είναι ξυπνητό, αν τα έχει ανοιχτά,  κοιμάται.
 Κατεβαίνει σε άλλο διαμέρισμα και βρήκε το θηρίο. Είδε ότι τα μάτια του είναι ανοιχτά και κατάλαβε ότι κοιμάται. Βγάζει σπαθί κι άρχισε να το χτυπάει αλύπητα, ώσπου του έκοψε το κεφάλι και το αποτελείωσε. Ξανανεβαίνει πάνω, δένει και την άλλη κοπέλα και τη στέλνει επάνω. Για το εαυτό του κράτησε την ομορφότερη και την στέλνει επάνω. Μόλις ρίξανε πάλι το σκοινί,  η κοπέλα λέει του παλικαριού:
-Δέσου εσύ και έβγα επάνω, γιατί  αν βγω εγώ, δεν πρόκειται να σε βγάλουν εσένα.
-‘Όχι, λέει αυτός. Εσύ θα βγεις πρώτη κι επέμεινε ωσπου συμφώνησε κι αυτή.
Τότε η κοπέλα του λέει :
-Αν δε σε βγάλουν επάνω, ανέβα καβάλα σ' ένα κριάρι άσπρο να βγεις επάνω. Γιατί, αν ανέβεις σε μαύρο, θα σε κατεβάσει στον Κάτω Κόσμο .
Έδεσε την κοπέλα, την τράβηξαν επάνω κι όταν την είδαν θαμπωθήκαν από την ομορφιά της και δεν ξάναριξαν το σχοινί. Ο άλλος περίμενε, περίμενε κάτω, τίποτα. Πάει κι αυτός να ανέβει τη ράχη ενός κριαριού και τον κατέβασε στον κάτω κόσμο. Μπέρδεψε τα κριάρια, γιατί το σκοτάδι ήταν βαθύ. Γυρίζει εδώ, γυρίζει εκεί κάθισε σε μια γωνία ενός δέντρου. Εκείνη την ώρα βλέπει ένα φίδι που σερνόταν προς το δέντρο ρίχνει μια με το σπαθί του και το σκότωσε: έπεσε και κοιμήθηκε. Την ώρα που κοιμόταν, πηγαίνει ένας αετός και του έκανε αέρα με τα φτερά του. Γι’ αυτό κι άργησε να ξυπνήσει. Όταν ξύπνησε, βλέπει τον αετό να του κάνει αέρα .
Λέει ο αετός:
-Εσύ σκότωσες το φίδι ;
-Εγώ, απαντάει το παλικάρι.
-Αυτό το φίδι ερχόταν και μου έτρωγε τα αετόπουλα. Τώρα τι καλό θέλεις να σου κάμω;
-Τι καλό να μου κάνεις! Αυτό που θέλω εγώ, εσύ δε μπορείς να μου το κάνεις!
Του λέει ο αετός :
Και τι σε νοιάζει εσένα;
Κοίταξε τη δουλειά σου, καημένε μου, και άφησε με να κλαίω τη μοίρα μου.
Βρε λεγε, του λέει κι ο αετός. Τι πόνο έχεις, εγώ θα σου τον γιατρέψω.
Θα σου πω, λέει, αν και δεν έχω καμιά ελπίδα να μου γιατρέψεις  τον πόνο που με βρήκε. Θέλω να με βγάλεις στον Επάνω Κόσμο.
Θα σε βγάλω, λέει ο αετός .Αλλά πρώτα πρέπει να πάρεις σαράντα οκάδες κρέας και να το κόψεις σε κομμάτια .Να πάρεις και σαράντα οκάδες κρασί και τ’ άλλα είναι δική μου δουλειά.
Έτσι κι έκανε: Αγόρασε σαράντα οκάδες κρέας, σαράντα οκάδες κρασί και περίμενε. Βλέπει και μαζεύονται σαράντα αετοί, απλώνουν τα φτερά τους κι ο γνωστός αετός του λέει :
-Ανέβα επάνω με το κρέας και το κρασί κι όποιος φωνάζει κρα θα του δίνεις το κρεας. Οποιος φωνάζει κρακ. Θα του δίνεις κρασί.
Έτσι κι έγινε: ανέβηκε στα φτερά των αετών κι εκείνοι  άρχισαν να πετούν. Ώσπου πέταξαν στον Επάνω Κόσμο, τον κατέβασαν και ξαναγύρισαν στη δουλειά τους. Αυτός όμως πήγε σπίτι του, τιμώρησε τ ’αδέρφια του, πήρε την ομορφότερη κοπέλα γυναίκα του, έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.







Από το βιβλίο του Κώστα Καραπατάκη, "Η Μάνα και το Παιδί στα παλιότερα χρόνια", Αθήνα 1979




"Ο Καχτάκος"

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πάππος και μία μπάμπω, που δεν είχαν παιδιά και κάθε μέρα παρακαλούσαν τον Θιό να τ΄ς δώς ένα πιδί κι ας ήταν και σαν «κάχτα» (καρύδι).
Ου Θιός ύστερα από πολλά παρακάλια τ΄ς άκσι κι τ΄ς έδουκι ένα πιδί σαν «κάχτα» κι του παν Καχτάκο.
Μια μέρα που ου πατέρας έστειλε τουν Καχτάκο να ποτίσ(ι) τα βόδια στη βρυσ(ι), τουν έπιασι μια βρουχή κι ου Καχτάκος, για να φυλαχτεί, πήγε κ’ έκατσι κατ’ απού μια φτέρ(ι).
Ικείν(ι) τ’ν ώρα, πέρασαν κατ’ κλέφτις κι πήγαν να πάρ’ν τα βόδια!
-Οι! Οι! Φώναξι ου Καχτάκος. Φεύγατι γιατί θα μι πατήστι!
Οι κλέφτις, σαν ακ σαν τ’ φουνή τ’ κι δεν έγλιπαν κανένα γύρω, φουβήθ’καν.
Διάολος θα’ναι, λέει ου ένας.
-Μπα! Κανάς άνθρπουπους κρυμμένους θα’ναι, λέει ου άλλους.
Κι’ ικεί που ου Καχτάκος φωνάζι να μη τουν πατήσ’ν , τουν βρήκαν.
-Καλός είνι τούτος, λεν. Να τουν πάρουμι κι να τουν βάζουμι να ξικόβ(ι) τα γίδια απ’τα κουπάδια, χωρίς να τουν γλέπ’ν κι ημείς να τα κλέβουμι.
Ου Καχτάκος ήταν ένα κι ένα γι’ αυτούς. Τους έβαζαν στα κουπάδια, ξέκουβε τα γίδια μι τ’ς φουνές, χωρίς να του γλέπ’ν κι ύστιρα οι κλέφτις τά πιρναν κι τά τρουγαν.
Σαν πέρασι πολύς καιρός κι τουν βαρέθ’καν, τουν έβαλαν μέσα σι μια κλιά από σφαγμέν(ι) γίδα κι τ’ν έρξαν. Σε λίγο πέρασε ένας λύκος κι έφαγι την κλιά, μαζί, τουν Καχτάκο.
Ου Καχτάκος, σαν καταλάβαινε που ου λύκος πήγαινε να φάει γίδια κι πρόβατα απ’τα κουπάδια, άρχιζε κι φώναζι απού μέσα:
-Ουντούρινε μωρέ! Λύκος! Λύκος!
Μια μέρα, άκσι ένας τζιουμπάνος που έρχουνταν λύκος κι μια τουν έχ(ι) μι του τφέκ(ι) κι τουν σκουτών(ι). Ου Καχτάκος, σαν είδι κι τουν έγδαραν του λύκου, για να πάρ’ν του τουμάρ(ι), βγήκι ίξου κι πήγι στου σπίτι, που έκλιγαν ου γουνήδες κι έζησαν αυτοί καλά κι’ εμείς καλύτερα.


"Το γεράκι που ήταν παιδί"

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μπάμπω κι ένας πάππος, που δεν είχαν παιδιά κι παρακαλούσαν το Θεό να τους δώσ(ι) ένα πιδί κι ας ήταν κι γεράκ(ι). Ο Θεός τ’ ς έδουσι του γεράκ(ι). Μόλις μιγάλουσι κι γίνονταν καμιά χαρά, το γεράκ(ι) ντούσε τα ρούχα τ’ κι πήγινι στου χουρό. Όσ(ι)  τόγλιπαν κι χόριβι, έλιγαν: «Καλότ’ χ(ι) η μάνα που τόχ(ι). Κι η μάνα τ’, που τόβλιπι κι αυτή, έλιγι μαζί μί τ’ ς άλλοι: «Καλότ’ χ(ι) η μάνα που τόχ(ι). Ιγώ η μαυρόμοιρ(ι) έχου του γιράκ(ι) για πιδί!»
     Ύστιρα, ήρθι κιρός να του παντρέψ(ι). Μόλις κίντσαν απ’ του σπίτ(ι), κι καβαλίκιψι στ΄άλουγο, η μάνα τ’ τόβλιπι γιράκ(ι), ενώ οι άλλ(ι) τόβλιπαν πιδί. Κι τι πιδί! ‘’Καλοφκιασμένο, ντυμένο στα χρυσά, που έμοιαζε μι βασιλοπαίδ(ι). Σαν πήρι τ’ νύφ(ι) κι κίντσαν για του σπίτ(ι), είπι στ’ γυναίκα τ’: «Τ’ ν ώρα που θα χορεύου μπρουστά να μην πείς τ’ μάνα μ που χορεύου ιγώ, γιατί έτσ(ι) μι ζήτηξε απ’ τό Θεό κι έτσ(ι) μι γλέπ(ι) αυτή.
     Έγιναν κι άλλες χαρές κι πανηγύρια κι του πιδί δεν άφνι χαρά για χαρά κι πανηγύρ(ι) για πανηγύρ(ι). Κι όλ(ι) απορούσαν για τ’ λιβιντιά τ’ κι τ’ ν εμορφάδα τ’ κι μόγκι  η μάνα τ’ τόγλιπι σαν γιράκ(ι).
     Μι τουν κιρό, η νύφ(ι) βαρέθκι ν’ ακούει τ’ ν πιθιρά τ’ ς να ωχλιέται κι να κλαίιτι για του πιδί τ’ ς, που τόγλιπι σα γεράκ(ι) κι τ’ ν είπι:
-   «Καλότχ(ι) ισύ που τόχ’ ς. Αυτό είνι του πιδί σ’ κι δεν είνι γεράκ(ι)!»
-   Κι που είνι τα φτιρά τ’:
-   Πήγα στ’ μπόντσα κι τάκαψα!
       Μόλις γύρσι απ’ όξου του πιδί κι δε βρήκε τα φτερά τ’, έπισι κι πέθανι .



"Τα γραμμένα άγραφα δε γένουντι"

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας κατσάνος, που γύρ’ζι μι τ’ άλογο στα χουριά κι πλούσι τ’ν πραμάτια τ’. Ένα βράδ(ι), που πήγι σ’ ένα χουργιό κι δεν ήξιρι πού να πάει, γιατί ήταν νύχτα κι δεν ήξιρι κανέναν, γλέπ(ι) μια φέξ(ι) σ’ένα σπίτ(ι) κι τραβάει ίσια
 -Ε, πατριώτ! Είμι ξένος! Έχ’ς καμιά γουνιά να μείνου κι ιγώ ;
 -Έλα, τουν λέει ικείνος. Οπ’ θα μείνουμι ιμείς, θα μειντς κι συ. Χίλιους καλούς χωράει του σπίτ(ι)! Μόγκι που έχου  τ’ γυναίκα μ’ λιχώνα, ιδώ κι τρεις μέρις κι δε θα σ’ ευχαριστήσου. Του βράδ(υ), ικεί που έπισαν να κοιμ’θούν , δεν τουν έπιρνι ου ύπνος. Οι άλλ(ι) άρχισαν να ρουχαλίζ’ν. Ικεί που σκέφτονταν πού να πάει κι τι θα κάμ’ τν άλλ(ι) τ’ μέρα, να και γλέπι κι έρχουντι τρεις μπάμπις κι κάθουντι κουντά στου πιδί.
 -Να πιθάν’, λέει  η μια.
 -Οχ(ι) να μην πιθάν(ι), μα να τρανέψ(ι), να παντριφτεί κι ύστιρα να πιθάν(ι)
 -Όχι, δε θα πιθάν’ λέει κι η άλλ(ι). Να τρανέψ(ι),να γίν(ι) καλό κουρίτσ(ι) κι να παντρευτεί αυτόν τουν πραματιφτή.
 -Καλά, είπαν.
Κι έφυγαν.
Ου πραματιφτής, που δεν κοιμούνταν κι ακ’σι τι είπαν οι μοίρις, είπι μι του μυαλό τ’:
«Τι, αυτό του νιάνιαρου θα καρτηρέσου ιγώ, για να παντριφτώ;».
Σ’κώνιτι, παίρ(ι) τν πραμάτια τ’ , τα φουρτών στ’ άλουγο, χουρίς να τουν καταλάβουν αρπάζ(ι) κι του κουρίτσ(ι) απού  τ’ σαρμάντσα, κι βγαίν(ι) κι του σουγλίζ(ι) σ’ένα παλούκ(ι) στουν κήπου.
Του κουρίτσ(ι) αρχίντι να κλαίει κι να τσουρίζι. Ου κατσάνους καβαλικεύει τ’άλουγο κι πάει.
 Ου πατέρας τ' σαν άκσι τα κλιάματα κι να τσιουρίζ', ανάβ(ι) τ’ λάμπα κι γλέπ' άδεια τ’ σαρμάντσα. Κοιτάζ του μέρους που κοιμούνταν ου κατσάνους, έλ’πι. Βρε τουν κιαρατά λέει. Μας πήρι του κουρίτς κι έφυγι. Ανοίγ τ’ν πόρτα, βγαίν όξου κι ακούει του κουρίτς να κλαίει. Πάει κουντά κι τι να δει ! Του κουρίτς πιρασμένου σε παλούκι . Πάει μέσα, του ξεφασκιών κι γλεπ μόγγι του πιτσί απ’ την κ’λια τ’ είχι γρατσουνιστεί λίγου. -Πάλι καλά, λέει η μάνα τ’ . Λίγου είνι κι θα γειαν. Μα αν τουν έβρισκα αυτόν τουν παλιοκατσάνο, θα τουν έσκ’ζα μι τα νύχια μ'! Ου κατσάνους, που να ξαναπατήσ' άλλη βουλά στου χουριό!
 Ύστερ’από πουλλά χρονια, «η μια μυρίζ, η αλλ βρουμάει», δεν είχε παντριφτεί ου κατσάνους.
 Μια μέρα, ικεί που πιρνούσι να πάει σ’ άλλου χουριό, λέει μι του νου τ’ : «Ωρέ δεν πάου σ’αυτού του χουριό ! Ποιος ξερ κι ποιος θα μι γνουρίς, ύστερα απού τόσα χρόνια!» Βαράει του άλουγου κι πάει. Ικεί που πήγι να πουτίσ' τ’ άλουγου, γλέπ' κι ένα κουρίτς. Μα τι κουρίτς ! «Αυτό θα πάρου», λέει.Τόσου τουν άρισι, που το χάλιψι απ’ τον πατέρα τ’ κι του πήρι γυναίκα.
 Μια μέρα, ύστερα από πολύν κιρό, ρουτάει τη γναίκα τ’ τι σμάδι ήταν κείνου που έχει στην κ’λιά τς κι αυτήν τουν είπι όλα άσα είχι πάθ' απού τουν κατσάνου. Τότι κατάλαβι κι αυτός πως «τα γραμμένα άγραφα δε γένουντι».   



«Οι Μοίρες και το δαυλί της φωτιάς»

Μια φορά και ένα κιρό γιννήθκαν δυο πιδιά διδυμάρκα.Στ’ς τρεις μέρις,που πήγαν οι Μοίρις να γράψ’ν τα παιδιά, η μάνα, δεν είχε  αποκοιμθεί ακάμα κι άκσι τ’ς Μοίρις να λεν:               
-Ου ένας,θα ζής(ι) χρόνια πουλλά κι καλά. Ου άλλους θα πιθάν(ι), όντας καούν αυτά τα δαυλιά που’ νι στ’ φουτιά, γιατί δεν πρέπ(ι) να ζήσ’ν και τα δυο.
Η μάνα, που έκανι πως κοιμάτι, μότ(ι) σκώθκαν κι έφυγαν οι Μοίρις, σκώνιτι, παίρ(ι) κι σβήν(ι) τα δαυλιά κι τα βάν(ι) μεσ’ στου σιντούκ(ι).
Μια μέρα, που ου άντρας τ’ς ήταν στου χουράφ(ι), ανακτών(ι) η γναίκα τ’ του  σιντούκι κι γλέπ(ι) τα δαυλιά. Παίρ(ι) μια θιρμασιά κι πιθαίν(ι).Πριν να πιθάν(ι) λέει στη γναίκα τ’:
-Μέσα στου σιντούκι ήταν κάτ’ δαυλιά, τι τα ‘κανις;
-Τα ‘καψα, λέει αυτή.
-Ε, ως ιδώ ήταν η ζουή μ’! Δεν έπριπι να τα κάψ’ς. Αλλά δε φταιχς ισύ. Φταίου ιγώ π’αστόχσα να σι πω.
  Ου αδιρφός τ’, μοτ΄ έμαθι που πέθανι ου αδιρφός τ’ απ’ τα δαυλιά, τρέχ(ι), βρίσκ(ι) τς Μοίρις, τς απαρακαλάει να ζουντανέψ’ν τουν αδιρφό τ, μα τίποτα. Οι μοίρις γύρ’σαν τ’ς πλάτις κι έφυγαν.Σαν ήρθι ου κιρός κι πέθανι κι αυτός, τα δυο αδέρφια γίν’καν άστρα και τώρα είναι στον ουρανό.

«Ο ψύλλος που ήταν παιδί»

Μια φουρά κε έναν καιρό ήταν αντρόυνου κι δεν είχι πιδιά. Κάθι βράδ(ι) πάαιναν και οι δυο στου καντήλ(ι) (εικονοστάσι) κι παρακαλούσαν τούν Θιό να τ’ς δώς(ι) ένα πιδί κι ας ήταν σαν ψύλλους.
 Μια μέρα, είπι ου πατέρας τ’ στου πιδί: «Πάρι τα βόδια κι τ’αλέτρ(ι)» κι πήγι να κάμ(ι) χουράφ(ι). Του μισμέρ(ι), πήγι η μάνα τα κι ού πατέρας τα στου χουράφ(ι) μί  μια πίτα, κι μότ(ι) τ’ς είδι κι έκατσαν στουν ίσκιου, φώναξι :
Νάρθου να φάμι;
-Έλα, είπι η μάνα τα κι ου πατέρας τ’.
 Σαν έφαγαν καλά, σκώθκι του πιδί κι αρχίνιτσι να κάμ(ι) χουράφ(ι). Σι λίγου κατ’ ανθρώπ(ι), κι γλέπ’ ν τα βόδια να πααίν’ πέρα, δώθι μοναχά τ’ς κι να γίνουντι αυλακές στου χουράφ(ι), χουρίς να γλεπ’ ν κανένα στ’αλέτρ(ι).
-Ποιος κάμ(ι) χουράφ(ι); Ρωτ’σαν μι απουρία οι άνθρωπ(ι).
-Του πιδί μ’, είπ’ ου πατέρας.
- Μα πού είνι του πιδί σ’; Ρώτ΄σαν πάλι οι άνθρωπ(ι).
- Ιδώ είμι! Δε μι γλέπτι! Είπι του πιδί, ανεβασμένου στ΄αλέτρ(ι).
Κι κείν(ι) απόρησαν, που άκουγαν μόγκι τ’ φουνή τ’, κι δεν έγλιπαν άνθρουπου.


«Ο Χάρος που έγινε νουνός»

Μια φορά κι έναν  καιρό κι ένα ζαμάν’ που οι Τούρκοι ειχαν ραμαζάνι, μέσα σε ένα τρύπιο καζάνι ήταν κάποιος πατέρας, που δεν τουν ζούσαν τα πιδιά.
Σαν γέντσι πάλι η γυναίκα τ’, λέει ου άντρας:
-Γυναίκα, θα πάρου το πιδί και θα πάου να βρω κουμπάρου για να αλλάξει του τυχιρό.
-Δεν φταίει ου κουμπάρους, λεει η γυναικα, μα φταίει το κακό μας το τυχιρό.
-Όχι, λέει ου άντρας κι παίρ’ του πιδί κι φεύγ’.
Στου δρόμου βρήκε του Χριστό.
-Καλημέρα, πατριώτ’!
-Καλημέρα!
-Πού πας ετς μι του πιδί;
-Πάω να βρω κουμπάρου να του βαφτίσ’.
-Δε με του δίνς να του βαφτίσου εγώ;
-Κι ποιος είσι ισί;
-Εγώ είμι ου ο Χριστός.
-Δεν είσι δίκιος  άνθρωπος κι δε στου δίνου. Άλλους κάμς πλούσιους κι μένα με κάμις φτουχόν.
Πιρπατάει, πιρπατάει, βρίσκ’ τουν Αι’Γιάνν’ τουν Πρόδρουμου.
-Καλημέρα, πατριώτ’!
-Καλημέρα! Για πού με το πιδί;
-Πάου να βρω κουμπάρο. Κι ποιος είσι ισύ;
-Ιγώ είμι ου Αι’ Γιάννς ου Πρόδρομος.
-Α, δε στου δίνου κι σένα γιατί έχς κουμπάρου το Χριστό κι κάμ’τι χατήρια. Αλνούς τ’ς φκιάντε πλούσιους κι αλνούς φτουχούς.
Έφυγι. Πιρπατάει, πιρπατάει κι βρίσκ’ του Χάρου.
-Πού πας ετς βιαστικός; Τουν ρουτάει ικείνος.
-Πάου να βρω κουμπάρου για του πιδί μ’. Ποιος ίσι ισύ;
-Εγώ είμι ου Χάρους.
-Α, ισένα θα κάμου κουμπάρου! Δεν τηράς χατήρ’ κανέναν ισύ, ούτε πλούσιον ούτε φτωχόν. Του σπαθί σ’ κόβ’ απ’ όλις τς μεριές.
Τ’ν ώρα που βάφτζαν του πιδί, να κι τρεις γυναίκις ικεί. Σαν τ’ς είδι ου πατέρας ρουτάει του Χάρου.
-Ποιες είναι αυτές?
-Αυτές είνι οι καλότχες, λέει ου Χάρους.
-Ε, αφού είνι οι καλότχες δεν μπορούν να μας πουν κι του τιχιρό του πιδιού μ’;
-Του πιδί στα 15 χρόνια θα γέν’ γιατρός, λεν και οι 3 μαζί.
- Θα ζήσ’ χρόνια πουλλά κι θα γίν’ πλούσιος.
-Μα πώς θα γέν’ γιατρός; Λέει ου πατέρας.
-Να πώς. Θα αρρουστήσ’ η βασίλτσα κι ου βασιλιάς θα φουνάξ’ όλνους τα γιατρούς κι τότες θα πάει κι αυτός . Εκεί θα γίν’ κουνσούλτου και οι άλλοι οι γιατροί που θα ειδούν του πιδί θα γιλάσν και θα πουν να βγει όξου. Ου βασιλιάς όμως θα πει να κατς. Ύστερα του πιδί θα ζητήσ’ να ιδεί την βασίλτσα. Κι αν ειδί τουν Χάρου να κάθιτι στου κιφάλ’, τότε να βάλ’ στοίχμα κι να πει: «Η βασίλτσα θα πεθάν’». Αν ιδεί τον Χάρου στα πουδάρια να πει: «Η βασίλτσα θα γέν’ καλά». Ετς, μι τ’σ βασίλτσες κι μι τ’σ βασιλιάδις θα βγάλ’ πουλλές παράδες κι θα γένι πλούσιος...


«Οι Μοίρες κι οι δυο άγιοι»

Μια φορά κι έναν κιρό ου Αι-Γιωργς κι ου Αι-Δημήτρς γίνκαν ζητιάνοι κι γύρ΄ζαν τα χουριά για να ιδούν πως ζει ου κόσμους. Σ’ ένα χουριό δεν τ΄ς έβαζι κανένας μέσα. Του βράδυ σ΄ν άκρη απ’ του χουριό ήταν ενα σπίτι κι έφιγγε μέσα. Χτυπούν τα΄ν πόρτα κι βγαίνει ένας φτουχός .
 -Ελάτι, τ΄ς λέει, κι όπ΄θα μείνουμι ιμείς θα μείντι κι σεις. Μόγγι που είμι φτουχός κι δεν έχου να σας δώσου ψουμί.
 -Δεν  πειράζι! Έχουμι μεις ψουμί κι θα σι δώσουμε κι ισένα. Ου κόσμους μας λυπάτι κι μας δίνι. Μόνο μέρους να μείνουμι θελουμι. Τα΄ν άλλη τη μέρα αφού γύρισαν όλου του χουριό οι ζητιάνοι, πήγαν πάλι να κοιμ΄θούν στου φτουχό. Τα΄ νύχτα ικεί που ήταν ξαπλουμένοι κι δεν τ΄ς έπιρνι ου ύπνους  γλέπ΄ν  τ΄ς Μοίρις να κάθουντι στου πιδί κι να λεν:
 - Όπους  τ΄ν πέθαναν  τ΄άλλα τα πιδιά, έτσι να πιθάν’ κι αυτό, λέει η μια.
 - Όχι, λέει η αλλη. Να γίνει δώδικα χρόνια κι ό,τι φαΐ είχαμε ιμείς απόψι, μ΄αυτό να πορεύει κι αυτό.
 - Όχι, όχι! Λέει η τρίτη. Σταματάτι να σας πω ιγώ. Να τρανέψει, να γένει από είκοσι χρόνια κι να παντριφτεί. Τ΄ν ώρα π΄ θ΄αλλάζει ου νούνος τα στιφάνια, να κατιβεί ένα φίδι, να τουν τσιμπίσι κι να πιθάνι.
- Καλά, είπαν κι οι άλλες .
Αυτοί άκ΄σαν τι είπαν οι Μοίρις.
Τ΄ χαραή που σκώθ΄καν να φύγ΄ν  λεν στου νοικουκύρη:
- Σ’΄ηυχαριστούμι πουλύ που μας δέχτ΄κες. Ένα μόνο θέλουμι απού σένα. Τουν κιρό, που θα παντρέψ΄του πιδί, να μας καλέεις κι ιμάς στου γάμου.
-Καλά, λέει η γυναίκα, μα πού να ξέρουμι ιμείς που θα είστι, να σας καλέσουμι;
-Όταν έρθ΄ου κιρός να φτιάστι δυο κλούρις κι θα τ΄ς ρίξτι σ΄ ένα σταυρουδρόμι. Τη μια κατ΄ ικεί που βαραίνι ου ήλιος κι τ΄ν αλλη κατ΄ικεί που βασιλεύλι κι θα πείτε : «Άιντι, ρε Γιώργη, σι καλώ στου γάμου τ΄ πιδιού μ’! Άιντι ρε Δημήτρη, σι καλώ κι ισένα στου γάμου, που θα παντρέψου του πιδί μ’!».
      Του πιδί τράνιψι . Ήρθι κιρός να παντριφτεί. Θμήθκι ου πατέρας τ΄ς δυο τ΄ς ζητιάνοι κι έκαμι όπους τουν είπαν.
      Οι δυο άγιοι, φουρημένοι, στουλτεσμένοι, πήγαν στου γάμου κι έπιασαν δυο στασίδια, κουντά στου γαμπρό. Τ’ν ώρα που στιφάνουναν, ρίχνιτι ένα φίδ’ απού φηλά κι τραβάει ίσια στου κιφάλ’ τ’ γαμπρού. Βγάζ’ ου ένας του σπαθί τ’ κι τ’ κόβ’ στ’ μέσ’. Του μ’σό ρίχνιτι πάλι στου γαμπρό, τουν τσιμπάει στου κιφάλ’ κι πέφτ’ κάτ’ κι πιθαίν’. Κλαίει, τσιορίζ’ η νύφ’, ρίχνουντ’ απάν’ οι άλλ’, μα ου γαμπρός κόκκαλου.
Τότι οι δυο οι Αγίοι λέν’ τσ’ γονήδες τ’:
- Εμείς δεν ήμασταν ζητιάνοι! Είμαστι Άγιοι. Ικείνου του βράδ’, που μας πήριτι κι κοιμήθκαμι στου σπίτ’, άκσαμι τι είπαν οι Μοίρις για του πιδί κι γι’ αυτό σας είπαμι να μας καλέστι, μα γλέπτι, τα γραμμένα άγραφα δε γένουντι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου